Σάββατο 3 Μαρτίου 2012

Αγία Γραφή και μετενσάρκωση

Αγία Γραφή και μετενσάρκωση
Ευάγγελου Γ. Καρακοβούνη

      Οι οπαδοί της μετενσάρκωσης ισχυρίζονται πως «το 325 μ.Χ. έγινε η Σύνοδος της Νίκαιας στην οποία υιοθετήθηκε η τωρινή μορφή της Αγίας Γραφής. Η Σύνοδος, θέλοντας να τονίσει την αναγκαιότητα της λύτρωσης μέσα από την πίστη και τη χάρη πού βασίζονται στην αποδοχή του Χριστού ως Σωτήρα, απέρριψε όλα σχεδόν τα εδάφια της Αγίας Γραφής και κυρίως των Ευαγγελίων πού περιείχαν οποιαδήποτε αναφορά στη μετενσάρκωση» (Γουίλλιστον, σελ. 44).
Ο ισχυρισμός αυτός είναι αστήρικτος επιστημονικά και για τούτο αυθαίρετος και ψευδής. Είναι γνωστή η προσπάθεια των ποικίλων αιρετικών να αλλοιώσουν το κείμενο της Αγίας Γραφής εναρμονίζοντας αυτό προς τις ιδιάζουσες απόψεις τους. Γι' αυτό άγρυπνη υπήρξε η φροντίδα της Εκκλησίας για τη διατήρηση του ιερού κειμένου. Αλλά και οι αιρετικοί από τη δική τους μεριά ήταν έτοιμοι να εκμεταλλευθούν και να διατυμπανίσουν πάσα τυχόν εντός της καθολικής Εκκλησίας μεταβολή του κειμένου της Αγίας Γραφής. «Αύτη η αλληλοεπαγρύπνηση της Εκκλησίας και των αιρετικών σχετικά προς το ιερό κείμενο συνετέλεσε, σύμφωνα με τούς ερευνητές του κειμένου της Αγίας Γραφής, στην κατά την ουσία αδιάφθορη και αναλλοίωτη διατήρηση της Άγίας Γραφής μέχρι των ημερών μας» (κ. Λέϊκ, The text of the Old and New Testament, London 1949, σ. 6).
Επίσης απ' όλους τους κώδικες με το κείμενο της Αγίας Γραφής -έχουν διασωθεί κώδικες από τον Β' μ.Χ. αιώνα- δεν υπάρχει ούτε ένας πού να αναφέρει κάποιο σχετικό εδάφιο περί μετενσαρκώσεως. Αν πράγματι υπήρχαν στα κείμενα της Αγίας Γραφής αναφορές σχετικά με τη μετενσάρκωση, κάτι θα διασωζόταν, μία αναφορά, μία παραπομπή έστω από τούς Πατέρες της Εκκλησίας πού λένε ότι δέχονταν τη δοξασία της μετενσάρκωσης. Δεν είναι δυνατόν η δοξασία αύτη να υπήρξε δόγμα, πρόταση πίστεως, για τέσσερις ολόκληρους αιώνες μες στην ζωή της Εκκλησίας κι έπειτα να μην υπάρχει η παραμικρή μνεία γι' αυτήν. Το ίδιο ισχύει βέβαια και για όσα βιβλία χαρακτηρίσθηκαν από την Εκκλησία «Απόκρυφα», «Νόθα ή Ψευδεπίγραφα», απουσιάζει κι από αυτά κάθε μνεία για τη δοξασία της μετενσάρκωσης.
Ωστόσο, «παρά τη διαγραφή των εδαφίων αυτών - ισχυρίζονται οι οπαδοί της μετενσάρκωσης υπάρχουν κάποια εδάφια ακόμη μέσα στην Αγία Γραφή, κυρίως στην Καινή Διαθήκη, πού μαρτυρούν ότι ο Ιησούς Χριστός και οι μαθητές του κήρυτταν τη μετενσάρκωση» (Γουίλλιστον, σελ. 42).
Πριν παραθέσουμε κι εξετάσουμε ερμηνευτικά τα χωρία αυτά ας προβούμε σε μια ένσταση: Γιατί και αυτά τα εδάφια δεν διαγράφηκαν από τις «σκοτεινές δυνάμεις» της Εκκλησίας, αφού όπως υποστηρίζουν οι μετενσαρκωτές και σ' αυτά μαρτυρείται η πίστη της πρώτης Εκκλησίας στη μετενσάρκωση; Απάντηση, φυσικά, δεν υπάρχει, γι' αυτό ας δούμε τα ίδια τα κείμενα:
 
Στην Παλαιά Διαθήκη
 
 «Ο προφήτης Ηλίας» (Μαλαχία δ΄ 4-5): «Στο βιβλίο τού Μαλαχία - λέγουν οι οπαδοί της μετενσάρκωσης - βρίσκουμε μια προφητεία, ότι ο Ηλίας, ο Εβραίος προφήτης τού ένατου αιώνα προ Χριστού, θα επιστρέψει: «Ιδού, εγώ θέλω αποστείλει προς εσάς Ηλίαν τον προφήτην, πριν έλθει η ημέρα τού Κυρίου η μεγάλη και επιφανής». Είναι βέβαιο ότι οι Εβραίοι περίμεναν τη μετενσάρκωση των προφητών τους» (Γουίλλιστον, σελ. 41-42).
Κανένα άλλο χωρίο της Π.Δ. δεν αναφέρεται από τούς υποστηρικτές της μετενσάρκωσης ότι απηχεί τη δοξασία αύτη. Ως προς την προφητεία της ελεύσεως τού προφήτη Ηλία κατά τις έσχατες ημέρες, οι οπαδοί της μετενσάρκωσης, αποσιωπούν ή ίσως δε γνωρίζουν, ότι ο μεγάλος αυτός προφήτης δεν γνώρισε σωματικό - βιολογικό θάνατο, αλλά αντελήφθη «ένσωμος» στον ουρανό (Δ΄ Βασιλ. β' 11). Άρα η αναφορά τού προφήτη Μαλαχία στην επιστροφή τού προφήτη Ηλία δεν συνδέεται με κανένα τρόπο με τη μετενσάρκωση. Ό Κύριος γνωρίζει τον σκοπό της αναλήψεως και επιστροφής στον κόσμο τού προφήτη Ηλία. Οι ερμηνευτές Πατέρες της «Αποκαλύψεως» τού Ιωάννη, Ανδρέας και Αρέθας Καισαρείας, αλλά και άλλοι Πατέρες (Ιππόλυτος Ρώμης, Ιωάννης ο Χρυσόστομος), σημειώνουν πως ο προφήτης Ηλίας και ο Ενώχ (κι αυτός δε γνώρισε θάνατο, Γεν. ε΄ 24) είναι οι δύο «μάρτυρες» πού αναφέρονται στην Αποκάλυψη (κεφ. ια΄), οι όποιοι θα επανέλθουν στη γη κατά τις έσχατες μέρες για να δώσουν μαρτυρία σε όσους ζουν τότε, να μην παρασυρθούν από τα απατηλά θαύματα του Αντίχριστου.
Πέρα όμως από αυτήν την ερμηνευτική αναφορά, πρέπει να σημειώσουμε ότι η θεολογία και το πνεύμα της Π.Δ. είναι αντίθετα και ασυμβίβαστα προς τη δοξασία της μετενσάρκωσης. Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Π.Δ. ο Θεός είναι ο δημιουργός των πάντων, «ορατών και αόρατων», το κέντρο και ο σκοπός της ύπαρξης του κόσμου και του ανθρώπου. O άνθρωπος είναι δημιούργημα του Θεού. Δημιουργείται από Εκείνον με ιδιαίτερη δημιουργική ενέργεια (Γένεση α΄ 26-28) και διακρίνεται σαφώς από όλα τα άλλα δημιουργήματα, αφού δημιουργείται «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν» του Θεού. Ό σκοπός του είναι να «ομοιάσει» στο Θεό, να επιτύχει τη θέωση, να γίνει θεός κατά Χάρη. Ακόμη ο άνθρωπος δημιουργείται από την αρχή ως ολότητα: «και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χουν από της γης, και έγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γεν. βι 7). Η ψυχή επομένως δεν προϋπήρχε του σώματος. Ό άνθρωπος ευλογείται από το Θεό να αυξάνει και να πληθύνεται και να κατακυριεύει τη γη. Εγκαθίσταται στον Παράδεισο και καλείται από τον Θεό να τον φυλάσσει και να τον εργάζεται προσβλέποντας στην ευλογία της ελπίδας και της αθανασίας. Όμως ο άνθρωπος πέφτει στην αμαρτία, χάνει τον προορισμό του, απομακρύνεται από το Θεό και χάνει την ελπίδα της αιώνιας ζωής.
Αν δεχθούμε τη δοξασία της μετενσάρκωσης, η θεολογία και η ανθρωπολογία της Π.Δ., όπως με συντομία σημειώθηκε προηγουμένως, μένει χωρίς νόημα. Αν ισχύει η μετενσάρκωση γιατί ο Θεός δημιουργεί τον άνθρωπο με ψυχή και σώμα; Γιατί του δίνει την ευλογία της αύξησης του στη γη; O Παράδεισος εξάλλου σημαίνει πως η θέση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο είναι ευλογία κι όχι κατάρα, όπως διδάσκει η μετενσάρκωση. Τι νόημα έχει η πτώση του ανθρώπου, η αμαρτία και οι συνέπειές της, το κακό και ο θάνατος; Εάν το σώμα είναι κακό, φυλακή της ψυχής, τότε θα έπρεπε να πεθαίνουν μόνο οι δίκαιοι και οι ενάρετοι κι όχι οι αμαρτωλοί. Ακόμη πως συμβιβάζεται με τη μετενσάρκωση η προσδοκία των ανθρώπων της Π.Δ. για τον ερχομό του Λυτρωτή, πού θα ελευθερώσει το ανθρώπινο γένος από την κυριαρχία του διαβόλου και του θανάτου και θα το ενώσει και πάλι με το Θεό; Κανένας συμβιβασμός, κανένα κοινό σημείο μεταξύ διδαχής της Π.Δ. και δοξασίας της μετενσάρκωσης.

Στην Καινή Διαθήκη
«Ποιος είναι ο Χριστός;» (Ματθ. 15, 13-14): «Όταν ο Ιησούς ήλθε στα μέρη της Καισαρείας του Φιλίππου, ρωτούσε τούς μαθητές του, «ποιος λέγουν οι άνθρωποι, ότι είναι ο υιός του ανθρώπου;». Αυτοί απάντησαν, «μερικοί λέγουν ότι είναι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, άλλοι ο Ηλίας, και άλλοι ο Ιερεμίας ή ένας από τούς προφήτες».
Οι οπαδοί της μετενσάρκωσης ισχυρίζονται αυθαίρετα πως με την παραπάνω ερώτηση προς τους μαθητές του «ο Χριστός ήθελε να μάθει ποιος πίστευαν οι άνθρωποι ότι είχε υπάρξει σε μια προηγούμενη ζωή. Εφ' όσον ο Χριστός δεν απέρριψε την απάντηση των μαθητών του, άρα δεχόταν τη μετενσάρκωση» (Γουίλλιστον σελ. 42).
Ο ισχυρισμός αυτός είναι τελείως εσφαλμένος. Ό Χριστός δεν ρωτάει γιατί αγνοεί. Ως Θεός γνωρίζει το καθετί. Θέλει όμως να διαλύσει τις λαθεμένες αντιλήψεις, πού ο αδιαφώτιστος λαός είχε σχηματίσει γι' Αυτόν και να αποκαλύψει τη Θεανδρική υπόστασή Του. Να αποκαλύψει την ταυτότητα Του, ότι είναι δηλαδή Θεός και άνθρωπος μαζί σε ένα πρόσωπο, σε μια υπόσταση. Το ότι ο Χριστός δεν αποδέχθηκε την εσφαλμένη αύτη αντίληψη του λαού για το Πρόσωπό του φαίνεται και από τη συνέχεια του χωρίου, το όποιο όμως παρασιωπούν οι οπαδοί της μετενσάρκωσης: «Σεις ποιος λέτε ότι είμαι;» Ό Σίμων Πέτρος αποκρίθηκε, «Συ είσαι ο Χριστός, ο υιός του ζωντανού Θεού».
«O Προφήτης Ηλίας και ο Βαπτιστής Ιωάννης» (Ματθαίου ια΄ 14, ιζ΄ 12 και Μάρκου θ'13): «Όλοι οι προφήτες και ο νόμος μέχρι του Ιωάννου προφήτευαν και, εάν θέλετε να το παραδεχθείτε, αυτός είναι ο Ηλίας, ο όποιος έμελλε να έλθει».
«Αυτός δε (ο Χριστός) απεκκριθεί, ‘ο Ηλίας έρχεται πρώτα και θα βάλει όλα σε τάξη. Σας λέγω όμως, πως ο Ηλίας ήδη ήλθε και δεν τον αναγνώρισαν, αλλά του έκαμαν ότι ήθελαν'... Τότε κατάλαβαν οι μαθητές ότι τούς μίλησε για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή».
«Ο Ηλίας αφού έλθει πρώτα θα αποκαταστήσει τα πάντα... Αλλά σας λέγω ότι και ο Ηλίας έχει έλθει και του έκαναν όσα θέλησαν».
Με τα χωρία αυτά ισχυρίζονται ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ήταν η μετενσάρκωση του προφήτη Ηλία και ότι ο Χριστός το επιβεβαιώνει στους μαθητές του.
Κι εδώ πρόκειται για παρανόηση των γραφομένων. Αν μελετήσουμε με προσοχή τα σχετικά χωρία κι όχι με επιπολαιότητα όπως πράττουν οι οπαδοί της μετενσάρκωσης, θα διαπιστώσουμε πως ο Κύριος αφενός μεν διακρίνει τον Ιωάννη από τον Ηλία, αφετέρου δε, τον ταυτίζει μ' εκείνον. Έτσι ο Ιωάννης διακρίνεται γιατί είναι «μείζων πάντων των έν γεννητοίς γυναικών» (Ματθ. ια΄ 11), και επομένως και του Ηλία, ταυτίζεται δε μ' εκείνον όταν λέγει ο Χριστός: «αυτός έστιν Ηλίας ο μέλλων έρχεσθαι" (Ματθ. ια' 14). Τι άραγε συμβαίνει, ο ίδιος ο Χριστός αντιφάσκει; Όχι βέβαια.
Η απάντηση δίνεται από τον Κύριο στο Ματθ. ιζ' 11-13: «Ηλίας μεν έρχεται πρώτον και αποκαταστήσει πάντα, λέγω δε υμίν ότι Ηλίας ήδη ήλθε... Τότε συνήκαν οι μαθηταί ότι περί Ιωάννου του Βαπτιστού είπεν αυτοίς». Ας δούμε όμως ποια είναι η ορθή ερμηνεία του χωρίου αυτού όπως μας την παραθέτει ο ιερός Χρυσόστομος: «Η πρώτη αναφορά Ηλίας μεν έρχεται...' άφορα τα γεγονότα πού πρόκειται να διαδραματιστούν κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, - όπου σύμφωνα με αναφορές και άλλων Πατέρων θα πρωταγωνιστήσει ο προφήτης Ηλίας-. Η δεύτερη αναφορά ‘Ηλίας ήδη ήλθε', αναφέρεται στην πρώτη παρουσία του Χριστού και τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Τούτο ενισχύεται και από το χωρίο Λουκ. α' 17: ‘και αυτός (ο Ιωάννης) προελεύσεται ενώπιον αυτού εν πνεύματι και δυνάμει Ηλιού'. (Εις Ματθ. Λόγος νζ' 1, ΕΠΕ 11, σ. 287).
Ύστερα από αυτά είναι φανερό, πως οι λόγοι του Κυρίου σήμαιναν, ότι ο Ιωάννης ήταν ένας νέος ανακαινιστής όμοιος με τον Ηλία. Ό Ιωάννης και ο Ηλίας έμοιαζαν στο θάρρος και στην ατρόμητη παρρησία για την υπεράσπιση του δίκαιου, όταν αυτό παραβιαζόταν από τούς ισχυρούς. Έτσι ο ένας αντιτάχθηκε στην Iεζάβελ και ο άλλος στην Ηρωδιάδα. Η δράση και το κήρυγμά τους ήταν ανάλογο. Οι διωγμοί τους παρόμοιοι.
Επίσης, όπως σημειώσαμε ήδη, ο Ιωάννης αποκλείεται να ήταν μετενσάρκωση του Ηλία, αφού ο προφήτης αυτός δε γνώρισε βιολογικό - σωματικό θάνατο (Δ' Βασιλ. β' 11). O Ηλίας εξάλλου εμφανίζεται μαζί με τον Μωυσή στο όρος Θαβώρ κατά τη Μεταμόρφωση του Κυρίου, πού έγινε μετά το θάνατο (αποκεφαλισμό) του Ιωάννη. Αν η ερμηνεία των οπαδών της μετενσάρκωσης ήταν ορθή, οι μαθητές θα έβλεπαν μαζί με τον Μωυσή, τον Ιωάννη τον Βαπτιστή και όχι τον προφήτη Ηλία. Βέβαια την αποστομωτική απάντηση στους ισχυρισμούς περί μετενσαρκώσεως τη δίνει ο ίδιος ο Ιωάννης, όταν ρωτήθηκε αν είναι ο Ηλίας: «και ηρώτησαν αυτόν- τι ουν; Ηλίας ει συ; και λέγει, ουκ ειμί» (Ίωάν. α' 21).

«Η περίπτωση τού εκ γενετής τυφλού» (Ιωάννου θ' 1-3): «καθώς βάδιζε -ο Χριστός- είδε άνθρωπο γεννημένο τυφλό, και τον ρώτησαν οι μαθητές του, ‘Ραβί, ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του για να γεννηθεί τυφλός;'. «Είναι φανερό -ισχυρίζονται οι οπαδοί της μετενσάρκωσης ότι οι μαθητές είχαν υπόψη τους κάποια προηγούμενη ζωή όταν τον ρώτησαν για το αίτιο της τυφλότητας του ανθρώπου αυτού, γιατί αφού ήταν τυφλός εκ γενετής δεν είναι δυνατόν να είχε διαπράξει κάποια αμαρτία σ' αύτη τη ζωή» (Γουίλλιστον, σελ. 42).
Να σημειώσουμε εδώ ότι η ερώτηση αύτη των μαθητών του Κυρίου απηχεί λαϊκές αντιλήψεις της εποχής εκείνης - μαρτυρούνται από ραβινικές διδαχές - ότι το έμβρυο μπορεί να αμαρτήσει ήδη από την κυοφορία του ή να πληρώσει εκείνο για τις αμαρτίες των γονιών του. Η απάντηση βέβαια πού δίνει ο Κύριος κατόπιν στους μαθητές του αποκλείει και τις αντιλήψεις αυτές της εποχής του αλλά και τούς ισχυρισμούς για μετενσάρκωση του τυφλού: «ούτε αυτός -ο τυφλός- αμάρτησε, ούτε οι γονείς του, άλλά για να φανερωθούν εξ αφορμής του τα έργα του Θεού».
Με ποιόν τρόπο θα φανερώνονταν τα έργα του Θεού; Ό Θεός έπλασε τον άνθρωπο λαμβάνοντας «χουν από της γης» (Γεν. β' 7). Το ίδιο κάνει και ο Χριστός με τα μάτια του τυφλού: «έφτυσε χάμω και έκανε πηλό με το φτύσιμο και άλειψε τον πηλό στα μάτια του τυφλού». Η δημιουργία του ανθρώπου φανερώνει τη δόξα του Θεού. Το ίδιο όμως φανερώνει και η αναδημιουργία των οφθαλμών του τυφλού, καθώς και ότι ο Χριστός είναι ο ίδιος Δημιουργός Θεός. Άλλωστε αν ο Χριστός κήρυττε τη μετενσάρκωση(!) θα σεβόταν το «Κάρμα» του τυφλού και θα τον άφηνε αβοήθητο, αφού η τύφλωση θα συντελούσε στην περαιτέρω ηθική του εξέλιξη!

«Ο Χριστός και ο Αβραάμ» (Ιωάννου η΄58): «Στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο (η' 58), ο ίδιος ο Ιησούς λέει: Αλήθεια, αλήθεια σας λέγω, εγώ υπάρχω πριν γεννηθεί ο Αβραάμ». Είναι σίγουρο ότι ο Ιησούς είχε ζήσει και κάποια προγενέστερη ζωή από εκείνη πού γνωρίζουμε όλοι» (Γουίλλιστον, σελ. 41).
Η παρερμηνεία του ευαγγελικού χωρίου και σ' αυτήν την περίπτωση είναι φανερή. Πραγματικά, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν πολλά να διδαχτούν στην παρερμηνεία των Γραφών από τούς οπαδούς της μετενσάρκωσης.
Στο σχετικό κείμενο (Ίωάν. η' 52-59), στη συνάφεια του όποιου ανήκει το χωρίο η' 58, ο Χριστός θέλει να τονίσει τη σχέση του με το Θεό - Πατέρα, δίνοντας έμφαση στην αΐδιο (αιώνιο) ύπαρξή του, ιδιότητα την όποια έχει όλη η Τριαδική Θεότητα. O Αβραάμ είναι ο πατριάρχης των Εβραίων, πρόσωπο ιερό μα θνητό, ως απλός άνθρωπος. Ό ίδιος όμως ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός, ο όποιος υπάρχει αιωνίως στους κόλπους του Θεού Πατρός, πριν ακόμη γεννηθεί ο πατριάρχης Αβραάμ.

Πατέρες της Εκκλησίας και μετενσάρκωση
Σύμφωνα με τούς ισχυρισμούς των οπαδών της μετενσάρκωσης «αρκετοί Πατέρες της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων - μέχρι τον Δ΄ αιώνα - δέχονταν τη μετενσάρκωση ως βασικό δόγμα της χριστιανικής πίστης και μάλιστα τη δίδασκαν μέσα από τα συγγράμματα τους... Κατά το δεύτερο αιώνα μ.Χ. ο Ιουστίνος, ιδρυτής της πρώτης χριστιανικής σχολής στη Ρώμη, υποστήριζε τη μετενσάρκωση στις διδασκαλίες του. Ο Ωριγένης, ο μεγάλος θεολόγος της πρώτης Εκκλησίας, ήταν ο σημαντικότερος υποστηρικτής της θεωρίας της μετενσάρκωσης...» (Γουίλλιστον σελ. 43-44).
Η αλήθεια βέβαια, όπως αύτη αποδεικνύεται από τα ίδια τα συγγράμματα των Πατέρων, τούς όποιους επικαλούνται οι μετενσαρκωτές, είναι πως (οι Πατέρες) αυτοί όχι μόνο δεν υποστηρίζουν τη δοξασία της μετενσάρκωσης άλλά αντίθετα την καταδικάζουν απερίφραστα ως μη χριστιανική.
O Ωριγένης (185-254 μ.Χ.) θεωρείται από τούς οπαδούς της μετενσάρκωσης [6] ως ο κυριότερος υποστηρικτής της κατά τούς πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Επικαλούνται μάλιστα το «Περί αρχών» σύγγραμμά του (ΒΕΠΕΣ, τόμος 16, κεφ. 8: περί Αγγέλων, σελ 307). Πράγματι εκεί αναφέρεται πως μερικές ψυχές πού ρέπουν προς το κακό «εν σώμασι γίνεσθαι ανθρωπίνοις», άλλες πού χάνουν τη λογική τους δύναμη «τοις αλόγοις ζώοις εμβιοτεύειν», και άλλες, απ' τις όποιες αφαιρείται η χάρη των αισθήσεων «την αναίσθητον ταύτην ζωήν την εν φυτοίς μεταλαμβάνειν».
[6]. O Ωριγένης ουδέποτε καταδικάστηκε από την Εκκλησία ως υποστηρικτής της μετενσάρκωσης. Η Ενδημούσα Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως (543) καταδίκασε τις κακοδοξίες τού Ωριγένη πού αναφέρονταν στην προΰπαρξη των ψυχών, στο Χριστολογικό δόγμα και στην αποκατάσταση των πάντων. Καταδίκη πού επικύρωσε αργότερα η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος (553).

Το κείμενο αυτό παρουσιάζει το πρόβλημα ότι δε σώζεται ολόκληρο στην ελληνική, αλλά μόνο σε μικρά αποσπάσματα. Έτσι δε γνωρίζουμε από την ελληνική αν αυτές οι απόψεις εκφράζονται από τον ίδιο τον Ωριγένη ή απλώς τις αναφέρει ο ίδιος. Τη λύση τού προβλήματος δίνει το αντίστοιχο κείμενο της λατινικής, το όποιο ευτυχώς σώζεται ολόκληρο. Εκεί διαπιστώνουμε ότι ο Ωριγένης τάσσεται κατά της δοξασίας της μετενσαρκώσεως: «...Δεν οφείλουμε με κανέναν τρόπο να δεχθούμε τις θέσεις αυτών πού υποστηρίζουν ότι οι ψυχές μπορούν να φθάσουν σ' ένα τέτοιο βαθμό πτώσεως ώστε, ξεχνώντας τη λογική τους φύση, φθάνουν μέχρι την τάξη των ανόητων όντων, δηλαδή των ζώων και των θηρίων» (Sources Chrettiennes, Περί αρχών, Ι, 8, SC 253, σελ 232).
Εξ άλλου και σε άλλα συγγράμματα του ο Ωριγένης καταδικάζει τη μετενσάρκωση: Στο έργο του «Κατά Κέλσου» σημειώνει τα έξης: «αν (ο Κέλσος) γνώριζε τι αξία προσδίδει η χριστιανική πίστη στο θέμα της ψυχής, δε θα διέσυρε το γεγονός της ενσαρκώσεως τού Αθανάτου (τού Υιού του Θεού) σε θνητό σώμα, και δεν θα το παραλλήλιζε προς τη θεωρία της μετενσωματώσεως τού Πλάτωνος, αλλά θα δεχόταν την υψηλή χριστιανική θεωρία» (ΒΕΠΕΣ, τομο 9, Δ΄ ΧVll 30-35, σελ. 243).
Στο θέμα της αποχής τού κρέατος σημειώνει πως τα κίνητρα μεταξύ των Πυθαγορείων και των χριστιανών ασκητών είναι εντελώς διαφορετικά, «οι Πυθαγόρειοι απέχουν από το κρέας επειδή πιστεύουν στο μύθο της μετενσαρκώσεως (επειδή, δηλ, στα ζώα υπάρχει περίπτωση να έχει μετενσαρκωθεί ψυχή ανθρώπου), εμείς δε (απέχουμε) επειδή σκληραγωγούμε το σώμα μας θέλοντας να νεκρώσουμε τις σαρκικές και άλλες επιθυμίες και πάθη» (όπ. πρ., τομ. 10, Ε' ΧLlΧ, 10-20, σελ. 47).
Σε άλλο σημείο τονίζει πως όσοι πιστεύουν στη μετενσάρκωση είναι τρελοί, την δε δοξασία αύτη χαρακτηρίζει ως «άνοια» (τρέλα, παραλογισμό) (όπ. πρ., τομο 9 Γ' LΧΧV, 36, σελ. 228). Αναφερόμενος στο γεγονός, ότι ο Ηρώδης και κάποιοι από τον ιουδαϊκό λαό θεωρούσαν πως ο Ιωάννης ο Βαπτιστής «επέστρεψε» από τούς νεκρούς στη γη στο πρόσωπο τού Ιησού, υπογραμμίζει ότι δεν εκφράζεται με την αντίληψη αυτή κάποια πίστη στη «ψευδοδοξία», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει, της μετενσάρκωσης, αλλά ότι «αί ενεργήσασαι δυνάμεις εν τω Ιωάννη μετέστησαν επί τον Iησούν». Στο θέμα δε της σχέσεως τού Ιωάννη και τού Ηλία, πού θίξαμε και στο κεφάλαιο περί της Άγίας Γραφής, ο Ωριγένης σημειώνει: «πρόσχες γάρ, ουκ είπεν (ο Γαβριήλ στον πατέρα του Ιωάννη Ζαχαρία) 'έν ψυχή Ηλίου', ίν' έχοι τόπον η μετενσωμάτωσις, άλλ' ‘έν πνεύματι και δυνάμει Ηλίου'» (Γιατί πρόσεξε, δεν είπε, με την ψυχή του Ηλία, για να στηριχθεί η μετενσάρκωση, αλλά με το αγωνιστικό πνεύμα και τη δύναμη τού Ηλία). Άρα «Ηλίας ο Ιωάννης ού διά την ψυχήν λέλεκται, αλλά διά το πνεύμα και τη δύναμιν» (ΒΕΠΕΣ τόμο 13, Εις το κατά Ματθαίον, τόμος ι' 12-18, σελ. 34' και τόμος ιγ' 8-30, σελ 167).
Κατά τον Ωριγένη η δοξασία της μετενσάρκωσης «είναι ξένη προς τη διδασκαλία της Εκκλησίας τού Χριστού, ούτε αναφέρεται στη διδαχή των Απόστολων, ούτε σημειώνεται σε κάποιο σημείο των Αγίων Γραφών» «Η μετενσωμάτωσις αλλότριον της Εκκλησίας του Θεού εστί δόγμα, ούτε παραδιδόμενον υπό των αποστόλων, ούτε εμφαινόμενον που των Γραφών» - (ΒΕΠΕΣ, τομ. 13, Εις το κατά Ματθαίον, τόμος ιγ΄ 1, σελ 162).
O Ιουστίνος (100-165 μ.Χ.) ο φιλόσοφος και μάρτυς αναφέρεται στο θέμα της μετενσαρκώσεως και το απορρίπτει. Προβάλλει μάλιστα ως σοβαρό επιχείρημα κατά της δοξασίας αυτής το γεγονός ότι «δεν μπορεί ο άνθρωπος να τιμωρείται για τις αμαρτωλές πράξεις προηγούμενων ζωών, αφού δεν υπάρχει η μνήμη των ζωών αυτών» (Διάλογος προς Τρύφωνα, ΒΕΠΕΣ τομ. 3, 4-5, σελ 213). Στο ίδιο έργο συνιστά και προτρέπει όσοι αρνούνται την ανάσταση των νεκρών να μη θεωρούνται καν χριστιανοί, όπως και οι Σαδδουκαίοι, οι όποιοι αρνούνται την ανάσταση, δεν ονομάζονται Ιουδαίοι (ΒΕΠΕΣ τομ. 3, 15-20, σελ. 285). Αλλού, κάνοντας λόγο για την ανάσταση των σωμάτων προβάλλει ως επιχείρημα όχι μόνο το γεγονός ότι ο Χριστός «ανέστη εκ νεκρών» αλλά και ότι «ανελήφθη εις τον ουρανόν ως ην εν σαρκί», δηλαδή με το αναστημένο σώμα Του. «Άλλωστε, προσθέτει, εάν δεν επρόκειτo να αναστηθεί το σώμα, τότε γιατί φροντίζουμε κατ' εντoλήν του Κυρίου να το φυλάσσουμε από τον μολυσμό της αμαρτίας;» (Περί Αναστάσεως VIII, ΙΧ, Χ, ΒΕΠΕΣ τομ. 4, σελ 229-232).
 
Άλλοι Πατέρες της πρώτης Εκκλησίας:
O Κλήμης Αλεξανδρείας (150-220 μ.Χ.) αναφερόμενος σε εξωχριστιανικές αντιλήψεις και διδασκαλίες σημειώνει πως «το περί την μετενσωμάτωσιν της ψυχής απλώς δόγμα» το παρέλαβαν «οι άριστοι των φιλοσόφων» (εννοεί τούς Έλληνες) από τούς Αιγυπτίους (Στρωματείς ΣΤ', ΒΕΠΕΣ, τόμος 8, κεφ. IV, σελ. 190).
O Θεόφιλος Αvτιoχείας (Β' αιώνας) απορρίπτει τη δοξασία της μετενσάρκωσης και τη χαρακτηρίζει «δεινόν και αθέμιτον δόγμα»: «Ο Πλάτων, πού τόσα είπε για τον Ένα Θεό και την ψυχή τού ανθρώπου, αντιφάσκει στη συνέχεια με τον εαυτό του, όταν λέγει ότι οι ψυχές μερικών ανθρώπων μετενσαρκώνονται και σε ζώα. Δεν είναι φοβερή ανοησία να πιστεύει κανείς ότι αυτό που κάποτε ήταν άνθρωπος, θα γίνει πάλι λύκος ή σκύλος ή γαϊδούρι ή κάποιο άλλο ζώο; Τις ίδιες όμως φλυαρίες υποστήριζε και ο Πυθαγόρας». (Προς Αυτόλυκον Β', τόμο 5, 4-7, σελ. 53-54).
O Ιππόλυτος Ρώμης (Β' αιώνας) αναφερόμενος στη διδασκαλία της Γνωστικής αιρέσεως του Καρποκράτη καταπολεμά τη δοξασία της μετενσάρκωσης- «Δε θέλουν να ακούσουν το κήρυγμα της (χριστιανικής) αλήθειας (οι οπαδοί της αιρέσεως). Ακολουθούν άλλες διδασκαλίες και ισχυρίζονται πως οι ψυχές. μετενσωματώνονται τόσες φορές, όσες χρειάζονται για να ξεπληρώσουν τα αμαρτήματα τους, όταν ξεχρεώσουν τις αμαρτίες τους ελευθερωμένες και απαλλαγμένες από αυτές ανεβαίνουν στο Θεό, και έτσι σώζονται όλες οι ψυχές» (Κατά πασών των αιρέσεων έλεγχος, ΒΕΠΕΣ, τόμος 5, Ζ' 32-34, σελ. 333).
Με βάση τις θέσεις αυτές των Πατέρων της πρώτης Εκκλησίας, γίνεται φανερό ότι η δοξασία της μετενσάρκωσης όχι μόνο δεν διδασκόταν από εκείνους και επομένως δεν περιλαμβανόταν στην διδασκαλία της Εκκλησίας, αλλά αντιθέτως καταπολεμούνταν μέσα από τα συγγράμματα τους ως εξωχριστιανική διδασκαλία.
Ας δούμε όμως πως αναφέρονται σ' αύτη και κάποιοι μεταγενέστεροι Πατέρες της Εκκλησίας, και μάλιστα οι Τρεις Ιεράρχες:
O Γρήγορος ο Θεολόγος (329-390 μ.Χ.) καταπολεμώντας τις ανόητες δοξασίες των αρχαίων φιλοσόφων λέγει: «ας πολεμήσουμε τις θεωρίες του Πλάτωνος περί ιδεών και περί τού ότι οι ψυχές μετά θάνατο μετενσωματώνονται σε αλλά σώματα και ότι περιοδεύουν και ότι ενθυμούνται την προΰπαρξη τους...» (Α' Θεολογικός Λόγος, ΒΕΠΕΣ τόμος 59, Ι', σελ. 218).
 O Μέγας Βασίλειος (330-379 μ.Χ.) στην «Εξαήμερο» του σημειώνει τα έξης: «απέφευγε τις φλυαρίες των ‘μεγάλων" φιλοσόφων',[7] πού δε ντρέπονται να υποστηρίζουν, ότι οι ψυχές τους και εκείνες των σκύλων είναι ομοειδείς μεταξύ τους και να λένε ακόμη ότι οι ίδιοι υπήρξαν κάποτε γυναίκες και θάμνοι και ψάρια. Εγώ δε θα μπορούσα να πω ότι κάποτε υπήρξαν ψάρια (αυτοί πού ισχυρίζονται όλα αυτά), θα μπορούσα όμως να πω με μεγάλη σιγουριά ότι, όταν έγραφαν αυτά, ήταν πιο ανόητοι κι από τα ψάρια» (ΒΕΠΕΣ τομο 51, Η' 2, σελ. 255).

[7]. Ό Μέγας Βασίλειος αναφέρεται με ειρωνική διάθεση, στον φιλόσοφο Εμπεδοκλή, ο οποιος έλεγε ότι χάρη στην μετενσάρκωση είχε γίνει έως τότε γυναίκα, θάμνος και ψάρι. Ό ιερός Πατήρ έχει υπόψη του τα όσα σημειώνει ο Διογένης ο Λαέρτιος για τον Εμπεδοκλή: «Και την ψυχήν παντοία είδη ζώων και φυτών ενδύεσθαι, φησί γούν. Ήδη γάρ ποτ' εγώ γενόμην κούρός τε κόρη τε θάμνος τ' οιωνός τε και έξαλος έμπυρος ιχθύς» (Διογένους. Λαερτ., Βίοι Φιλοσόφων, 8, 77).

 O Ιωάννης ο Χρυσόστομος (350-407 μ.Χ.) επιτέθηκε επανειλημμένα και με πολλή σφοδρότητα εναντίον της ανόητης δοξασίας της μετενσάρκωσης. Ελέγχοντας τούς πανθεϊστές ειδωλολάτρες, οι όποιοι έλεγαν ότι οι ψυχές είναι «εκ της ουσίας του Θεού», τονίζει ότι με τις διδασκαλίες τους μάς αποκλείουν «τας οδούς της θεογνωσίας» και ότι με τη μετενσάρκωση καταβιβάζουν «τον Θεόν εις ανθρώπους και φυτά και ξύλα». Διότι «αν η μετενσάρκωση της ψυχής καταλήγει σε πεπόνια και κρεμμύδια και μύγες και κάμπιες, άρα και η ουσία του Θεού καταλήγει σε πεπόνια». Έτσι, συνεχίζει, ο ιερός Πατήρ «οδηγούμεθα στην μετενσάρκωση όχι της ψυχής αλλά του Θεού, πράγμα όντως αισχρό» (Εις Πράξεις όμ. 2,5 PG 60,32 - Εις Ίωάν. όμ. 66,3 PG 59, 369-370 - Εις Έφεσ. 12,3 PG 62, 91-92).
Αναφερόμενος δε στις φλυαρίες και ανοησίες των αρχαίων φιλοσόφων υπογραμμίζει: «αλλά θα μπορούσε να ισχυρισθεί κάποιος ότι οι φιλόσοφοι διατύπωσαν κάτι οπωσδήποτε πιο σπουδαίο και ανώτερο απ' αυτά. Ποιοι; Αυτοί πού εισάγουν την ειμαρμένη (μοίρα) και λέγουν ότι τα πάντα είναι χωρίς πρόνοια και κανείς δεν προνοεί για τίποτε, αλλά σχηματίζονται από άτομα; Η μήπως άλλοι, εκείνοι πού απεκάλεσαν τον Θεό σώμα; Αλλά πες μου ποιοι; Εκείνοι πού μετατρέπουν (ισχυρίζονται) τις ψυχές των ανθρώπων σε ψυχές σκύλων, και προσπαθούν να πείσουν τούς ανθρώπους πως και σκύλος έγινε κάποιος κάποτε και λιοντάρι και ψάρι; Μέχρι πότε δε θα παύσετε να λέτε (φιλόσοφοι) ανοησίες, σκοτισμένοι στην διάνοιά σας;» (Λόγος ΙΒ' 3, ΕΠΕ 21,21-23).
Οι διδασκαλίες αυτές των Πατέρων, πού αναφέραμε, δεν εκφράζουν ατομικές απόψεις, αλλά τη διδαχή της Εκκλησίας, την όποια είχαν καθήκον να κηρύξουν ως ποιμένες της Εκκλησίας. Οι Πατέρες, πού γνώριζαν καλά τη «θύραθεν παιδεία», αφού αρκετοί από αυτούς είχαν φοιτήσει σε μεγάλες φιλοσοφικές σχολές της εποχής εκείνης, υπογραμμίζουν κυρίως πως η δοξασία της μετενσάρκωσης είναι ξένη και ασυμβίβαστη προς τη χριστιανική πίστη.

Έτσι η δοξασία της μετενσάρκωσης δεν έγινε αποδεκτή από το Χριστιανισμό και μάλιστα συντάχθηκαν συνοδικά κείμενα πού καταφέρονται εναντίον της. Χαρακτηριστικός είναι ο αναθεματισμός πού υπάρχει στο «Συνοδικό της Ορθοδοξίας» (Τριώδιον, σελ. 147), όπου αναθεματίζονται (αποκηρύσσονται) όσοι δέχονται «την μωράν των έξωθεν φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν και τας μετεμψυχώσεις των ανθρωπίνων ψυχών, ή και ομοίως τοις αλόγοις ζώοις ταύτας απόλλυσθαι...».
Συγκεφαλαιώνοντας επισημαίνουμε τούς λόγους για τούς όποιους δεν γίνεται αποδεκτή η δοξασία της μετενσαρκώσεως από το Χριστιανισμό:

1. Η δοξασία αύτη διαλύει την προσωπικότητα του ανθρώπου. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε διφυής, αποτελούμενος δηλαδή από μία ψυχή και ένα σώμα. Συγχρόνως ο άνθρωπος είναι ένα πρόσωπο, μια ανεπανάληπτη οντότητα πού δεν αφανίζεται, ούτε μεταβιβάζεται. Η ψυχή δεν αποτελεί το μοναδικό στοιχείο της προσωπικότητας του άνθρώπου, αφού συνδέεται με συγκεκριμένο σώμα. Ψυχή και σώμα αποτελούν τον έναν άνθρωπο.
2. Η μετενσάρκωση υποτιμά το ανθρώπινο σώμα. Σε προηγούμενη αναφορά μας επισημάνθηκε ότι τόσο οι αρχαίες φιλοσοφίες όσο και οι σύγχρονες «θρησκείες» πού δέχονται τη δοξασία αύτη υποτιμούν το ανθρώπινο σώμα θεωρώντας το φυλακή της ψυχής απ' το όποιο πρέπει αύτη να απελευθερωθεί.
3. Δια της δοξασίας της μετενσάρκωσης υποπίπτουμε σ' ένα σοβαρό θεολογικό σφάλμα. Η θεωρία ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι δυνατόν να ενσαρκωθεί σε σώματα ζώων, υπονοεί ότι (η ψυχή) μεταλλάσσεται από λογική σε άλογη. Τότε θα πιστέψουμε ότι και τα ζώα έχουν λογική ψυχή ή ότι ο άνθρωπος και τα ζώα δεν έχουν μεταξύ τους διαφορές.
4. Η μετενσάρκωση προϋποθέτει την κάθαρση του ανθρώπου και μετά το θάνατο, πράγμα το οποίο αναιρεί βασική διδασκαλία της Εκκλησίας ότι δεν υπάρχει μετάνοια μετά το θάνατο του ανθρώπου. Η καλλιέργεια της ελπίδας στη μετά θάνατο κάθαρση του ανθρώπου, καταστρέφει τη σωτηρία του, αφού αφήνεται ασύδοτα να ζει με τις αμαρτίες και τα πάθη του.
5. Αφαιρεί την ελευθερία του ανθρώπου και την υπευθυνότητα των πράξεών του, αφού είναι ενδεχόμενο ο άνθρωπος να αποδίδει κάθε φορά την αιτία των πράξεών του στο «Κάρμα» πού κληρονόμησε από προηγούμενες ζωές.
6. Καταργεί ουσιαστικά και αρνείται την ανάσταση του σώματος. Βέβαια η μετενσάρκωση, όπως αναφέραμε, υποτιμά το σώμα. Αν ένας χριστιανός δέχεται τη μετενσάρκωση και παράλληλα την πίστη της Εκκλησίας στην ανάσταση, τότε δημιουργούνται τεράστια προβλήματα. Τι σώμα θα έχει ο άνθρωπος αυτός στη μέλλουσα ζωή, αφού η ψυχή του, κατά το ένα μέρος της πίστης του, θα έχει προσλάβει πολλά σώματα;
Για όλους αυτούς τούς λόγους δε δεχόμαστε τη μετενσάρκωση. Και όποιος χριστιανός πιστεύει σ' αυτήν, αρνείται βασικές θέσεις της χριστιανικής πίστης, οπότε στην πραγματικότητα δεν είναι χριστιανός.