Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

Γνωστικισμός


Γνωστικισμός


Γνωστικισμός

ΒΛΑΣΙΟΥ ΦΕΙΔΑ

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

     Η ταχύτατη ανάπτυξη του Χριστιανισμού στον ελληνορωμαϊκό κόσμο και μάλιστα σε μία περίοδο της οικουμενικής ακτινοβολίας των διαφόρων ελληνικών φιλοσοφικών συστημάτων (Στωικών, Νεοπλατωνικών κ.λπ.) και των ανατολικών μυστηριακών θρησκειών αντιμετώπισε ποίκιλα και πολλαπλά προβλήματα. Σε μία εποχή κατ' εξοχήν σνγχρητιστική η αυστηρή αποκλειστικότητα του μηνύματος του Ευαγγελίου κινδύνευε να νοθευθή από τη σύγχυση ιδεών και θρησκευτικών πεποιθήσεων.

Βεβαίως, οι κήρυκες του Ευαγγελίου καθιστούσαν από την αρχή σαφές ότι οι βαπτιζόμενοι έπρεπε να δεχθούν αυτούσιο το μήνυμα τον Χριστιανισμού, χωρίς δηλαδή προσθήκη ή αφαίρεση. Ωστόσο, οι βαπτιζόμενοι προήρχοντο κυρίως από τον Ιουδαϊκό ή τον ελληνορωμαϊκό κόσμο και συνοδεύοντο από την προηγούμενη και αναπαλλοτρίωτη  θρησκευτική, πνευματική και πολιτιστική τους εμπειρία.

Πράγματι ενώ οι ιουδαιοχριστιανοί αντιμετώπισαν δυσκολίες, για να εξοικειωθούν με τη χριστιανική αξίωση της υποκαταστάσεως του Ιουδαϊκού νόμου από το μήνυμα του Ευαγγελίου, οι εξ εθνικών χριστιανοί δον μπορούσαν να δεχθούν αναντίρρητα την εκ του μηδενός δημιουργία του· κόσμου ή τη χριστιανική διδασκαλία για την αρχή του κακού κ.ά. Οι πνευματικές ζυμώσεις, οι οποίες δημιουργήθηκαν από τις αντιθέσεις αυτές. διαμόρφωσαν τις έντονες συγκρητιστικές τάσεις μέσα στους κόλπους του Χριστιανισμού, οι οποίες αναπτύχθηκαν προοδευτικά από τα διάφορα γνωστικά συστήματα.

Η φιλοσοφική τάση των γνωστικών συστημάτων συνδεόταν αφ' ενός μεν προς το αγωνιώδες ερώτημα ως προς την προέλευση του κακού στον κόσμο, αφ' ετέρου δε προς την αδυναμία αποδόσεως της δημιουργίας ενός ατελούς υλικού κόσμου στο Απόλυτο Ον, χέρι του οποίου, κατ' επίδραση της νεοπλατωνικής και της νεοπυθαγορείας φιλοσοφίας, είχαν μορφώσει μία ιδεαλιστική εικόνα. Η εν Χριστώ λοιπόν απολύτρωση του ανθρωπίνου γένους δεν ήταν δυνατόν να ερμηνευθή ως άμεση σχέση Θεού και κόσμου, εντάχθηκε δε στα πλαίσια μιας πολύπλοκης διαδικασίας κοσμικής εξελίξεως, ώστε να αποχρωματισθή από τον καθαρώς θρησκευτικό, λυτρωτικό, ηθικό και ιστορικό χαρακτήρα της. Ο Γνωστικισμός στην πίστη της Εκκλησίας αντέταξε την λυτρωτική διαδικασία της γνώσεως ως υπερβάσεως της απλότητας του περιεχομένου της χριστιανικής πιστέως για την ερμηνεία της σχέσεως Θεού, ανθρώπου και κόσμου.

Ο Γνωστικισμός γεννήθηκε και αναπτύχθηκε σε ιουδαϊκό ή και ιουδαιοχριστιανικό, αλλά ανδρώθηκε σε ελληνιστικό περιβάλλον. Η δυναμική των συγκρητιστικών τάσεων υπήρξε εντυπωσιακή κατά την ελληνιστική περίοδο, κατά την οποία η εκλεκτική ανάμιξη στοιχείων από διάφορα φιλοσοφικά συστήματα ή και θρησκείες αφ' ενός μεν συνεπαγόταν την αλλοίωση της λειτουργικής του αυτοτέλειας, αφ' έτέρου δε θεμελίωνε τις προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση μιας νέας φιλοσοφικής (φιλοσοφικός συγκρητισμός) ή και θρησκευτικής (θρησκειακός συγκρητισμός) συνθέσεως, η οποία προσαρμοζόταν συνήθως στα αγωνιώδη ερωτήματα ή στις βασικές ανάγκες των ανθρώπων της εποχής.

Πράγματι, οι ανατολικές θρησκείες της  Κυβέλης, του Άττιος, του Μίθρα, της Ίσιδος και του Όσιρη υπό τον νέο συγκρητιστικό μυστηριακό τους χαρακτήρα διαδόθηκαν ευρύτερα στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, αφού με την "εποπτεία" μυστηριακών πράξεων (παθήματα και λύτρωση των Θεών) οι οπαδοί τους συμμετείχαν στο λυτρωτικό περιεχόμενο εντυπωσιακών θεουργικών τελετουργιών. Η ευεργετική επίδραση της ελληνικής φιλοσοφίας γενικότερα (στωικής, πυθαγόρειας και νεοπλατωνικής) στις μυστηριακές θρησκείες ενίσχυσε και την τάση προς ένα θρησκειο-φιλοσοφικό συγκρητισμό, ο οποίος θα ανταποκρινόταν πληρέστερα στις πνευματικές αναζητήσεις του ελληνορωμαϊκού κόσμου της εποχής.

Μία τέτοια μορφή ιδιότυπου συγκρητισμού υπήρξε και το φαινόμενο του Γνωστικισμού, ο οποίος συνδέθηκε οργανικά με θεμελιώδεις αρχές της ελληνικής φιλοσοφίας και θεωρήθηκε ορθώς ως μία τάση βίαιου εξελληνισμού του Χριστιανισμού. Βεβαίως, η "γνώσις" πολλών γνωστικών συστημάτων θεμελιώθηκε κατά τα βασικά της στοιχεία στην ελληνική φιλοσοφία, αλλά η νεώτερη έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Γνωστικισμός γενικότερα αποτελούσε μία ευρύτερη σύνθεση Ελληνικών , βαβυλωνιακών, αιγυπτιακών, ιρανικών, ιουδαϊκών και χριστιανικών στοιχείων.

Η τελική όμως συγκρητιστική σύνθεση δεν ερμηνεύει πλήρως και την αφετηριακή αναζήτηση του Γνωστικισμού. Πράγματι, οι πρόδρομοι των συγκροτημένων γνωστικών συστημάτων του Β' αιώνα εμφανίσθηκαν ήδη προ του 70 μ.Χ.

Η εμφάνιση γνωστικών ιδεών καταπολεμείται ήδη από τον απόστολο Παύλο, ιδιαίτερα στην προς Κολοσσαείς επιστολή.

Στην Α' προς Τιμόθεο επιστολή υπενθυμίζει στον μαθητή του τους λόγους της αποστολής του στην Έφεσο, «ίνα παραγγείλης τισίν μη ετεροδιδασκαλείν, μηδέ προσέχειν μύθοις και γεναιαλογίες απεράντοις...» (1,4),οι οποίες αποτελούν «βέβηλους και γραώδεις μύθους» (4, 7), ή «βέβηλους κενοφωνίας και αντιθέσεις της ψευδωνύμου γνώσεως» (6,20).

Στην προς Τίτο επιστολή συνιστά την αποφυγή των Ιουδαϊκών μύθων και των εντολών των ανθρώπων, οι οποίοι αποστρέφονται την αλήθεια και «Θεόν ομολογούσιν ειδέναι» (1,13-16). Οι γνωστικίζοντες, οι οποίοι καταπολεμούνται και σε άλλα βιβλία της Καινής Διαθήκης (Α' Τιμ. 4, 3. 6,3-10. Β΄ Τιμ. 2,26.3,1-6,13. Τίτ. 1,14. Β' Πέτρ. 2,1-22, Α' Ίω. 2,22. Β' Ίω. 7. Ίούδ. 4-16. Αποκ. 2, 14-15, 20, 25 κ.ά.), υπήρξαν οι πρόδρομοι του αμιγούς Γνωστικισμού του Β' αιώνα.

Κατά τον Ηγήσιππο (μέσα τον Β' αιώνα) «άρχεται δ' ο Θέβουλις, δια το μη γενέσθαι αυτόν επίσκοπον (= Ιεροσολύμων), υποφθείρειν, από των επτά αιρέσεων ων, και αυτός ην τω λαώ, αφ' ων Σιμών, όθεν οι Σιμωνιανοί, και Κλεόβιος, όθεν οι Κλεοβιανοί, και Δοσίθεος, όθεν οι Δοσιθιανοί, και Γορθαίος, όθεν οι Γοραθηνοί και Μασθωβαίος, όθεν Μασθωβαίοι, όθεν από τούτων Μενανδριανισταί, και Μαρκιωνισταί, και Καρποκρατιανοί και Ουλεντινιανοί. και Βασιλειδιανοί, και Σατορνιλιανοί, έκαστος ιδίως και ετέρως ιδίαν δόξαν παρεισήγαγεν» (Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία, IV, 22,2-6).

Η μαρτυρία του Ηγησίππου έχει βεβαίως γενικότερο χαρακτήρα και δεν προσδιορίζει με ακρίβεια τα κύρια στάδια της εξελίξεως του Γνωστικισμού. Οπωσδήποτε όμως με αυτήν προβάλλεται η εξάρτησή του από τη γνωστικίζουσα ετεροδοξία της ιουδαϊκής αποκαλυπτικής γραμματείας, την οποία εισήγαγαν κυρίως στον Χριστιανισμό Σιμών ο Μάγος και ο Κήρινθος.