Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012

Κανόνας της Καινής Διαθήκης.

Κανόνας της Καινής Διαθήκης.

Σε αυτό το μικρό άρθρο, θα παρουσιάσουμε συνοπτικά γιατί δεχόμαστε τα τέσσερα ευαγγέλια (του Ματθαίου, του Μάρκου, του Λουκά, και του Ιωάννη), και γιατί η Εκκλησία απέρριψε εκατοντάδες άλλα που κυκλοφορούσαν ήδη από νωρίς.

Πριν οριστικοποιηθεί ο Κανόνας των βιβλίων της Καινής Διαθήκης τον 4ο αιώνα, υπήρχαν συλλογές αυτών των βιβλίων. Ο Στεφανίδης στην Εκκλησιαστική του Ιστορία, σελ. 50, 6η έκδοση, αναφέρει· «Των βιβλίων της Καινής Διαθήκης υπήρχον συλλογαί, αλλά ακόμη δεν είχεν ορισθή ο Κανών της Καινής Διαθήκης». Επομένως, η Εκκλησία ήξερε μέσα απο τις συλλογές τα γνήσια κείμενα των αποστόλων και ευαγγελιστών. Η αιτία που η Εκκλησία προχώρησε στην σύνταξη του κανόνα της Καινής Διαθήκης, ήταν εξ αιτίας των αιρετικών Γνωστικών ομάδων οι οποίες αξίωναν ότι κατείχαν την αλήθεια που τους είχε παραδοθεί δήθεν άγραφα από τους αποστόλους. Ο Στεφανίδης, σημειώνει· «Εκτός των γνησίων αποστολικών βιβλίων, υπήρχον τα ψευδεπίγραφα, κατά το πλείστον, έργα των Γνωστικών, οι οποίοι δι’ αυτών εζήτουν να παρουσιάσωσι τας διδασκαλίας αυτών ως αποστολικάς. Δια τούτο η Εκκλησία διέκρινε τα γνήσια αποστολικά βιβλία και ενώ πρότερον ταύτα εχρησιμοποιούντο κυρίως δια πρακτικούς σκοπούς, προς οικοδομήν των πιστών, εχρησιμοποιήθησαν τώρα προς καταπολέμησιν των Γνωστικών». (σελ. 74-75). Ενώ λίγο παρακάτω συμπληρώνει· «Ίνα δυνηθή η Εκκλησία να διακρίνη τα γνήσια αποστολικά βιβλία από των μη γνησίων, ως κριτήριον έθεσε την χρησιμοποίησιν αυτών εν ταις χριστιανικαίς Εκκλησίαις».

Ο άγιος Ειρηναίος της Λυών, μαρτυρά ότι στην εποχή του κυκλοφορούσε «αμύθητον πλήθος απόκρυφων και νόθων γραφών» των Γνωστικών (Πρβ Εκκλησιαστική Ιστορία Φειδά, σελ. 180). Έτσι, όπως αναφέρει ο Βλ. Φειδάς, «Το γεγονός λοιπόν ότι οι αιρετικοί γενικότερα θεμελίωναν τις πλανημένες δοξασίες τους σε νόθα αποστολικά βιβλία, τα οποία ψευδεπιγράφως αποδίδοντο στους αποστόλους ή εθεωρούντο ότι είχαν παραδοθεί μυστικώς σε αυτούς, όπως επίσης και σε συστηματική παρερμηνεία ή νόθευση των αυθεντικών βιβλίων των αποστόλων, κατέστησε επιτακτική την ανάγκη συγκροτήσεως ενός ‘’Κανόνα’’ της Καινής Διαθήκης» (Α τόμος, σελ. 180-181). Και συμπληρώνει· «Βεβαίως, ήδη κατά την εποχή αυτή υπήρχαν πολλές συλλογές των αυθεντικών βιβλίων της Καινής Διαθήκης, αλλά η κατοχή όλων των αυθεντικών βιβλίων της Αγίας Γραφής από όλες τις τοπικές Εκκλησίες ήταν εξαιρετικά δύσκολη…Ως κριτήρια για την συγκρότηση της συλλογής αυτής, ελήφθησαν αφ ενός μεν η απόδειξη της αποστολικής προελεύσεως των αποστολικών βιβλίων, αφ ετέρου δε η γενική χρήση τους από όλες ή τουλάχιστον τις περισσότερες τοπικές Εκκλησίες.». (σελ. 181).

Ο άγιος Ειρηναίος (β αιώνας), γνωστός για τα αντιαιρετικά του έργα κατά των Γνωστικών, παρουσιάζει ενδιαφέροντα στοιχεία σχετικά με την συγγραφή των γνήσιων ευαγγελίων. Έτσι λοιπόν, στο έργο του ‘’Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως’’, στο Βιβλίο Γ, Ι 1 αναφέρει τα τέσσερα γνήσια ευαγγέλια και τους συγγραφείς τους· «Ο μεν δη Ματθαίος εν τοις Εβραίοις τη ιδία διαλέκτω αυτών, και Γραφήν εξήνεγκεν Ευαγγελίου, του Πέτρου και του Παύλου εν Ρώμη ευαγγελιζομένων, και θεμελιούντων την Εκκλησίαν. Μετά την τούτων έξοδον, Μάρκος ο μαθητής και ερμηνευτής του Πέτρου, και αυτός τα υπό του Πέτρου κηρυσσόμενα εγγράφως ημίν παρεδέδωκε. Και Λουκάς δε ο ακόλουθος Παύλου, το υπό εκείνου κηρυσσόμενον Ευαγγέλιον εν βιβλίω κατέθετο. Έπειτα Ιωάννης ο μαθητής του Κυρίου, ο και επί το στήθος αυτού αναπεσών, και αυτός εξέδωκε το Ευαγγέλιον, εν Εφέσω της Ασίας διατρίβων».

Ο Ωριγένης, σχολιάζοντας τον πρόλογο του κατά Λουκάν ευαγγελίου που αναφέρει· «Επειδή πολλοί επεχείρησαν να συντάξωσιν διήγησιν» (Λουκάς α 1), γράφει· «Νυν δε εν τη Καινή Διαθήκη, τα Ευαγγέλια πολλοί ηθέλησαν γράψαι. Αλλά οι δόκιμοι τραπεζίται ου πάντα έκριναν, αλλά τινά εξ αυτών εξελέξαντο». Ενώ παρακάτω, κατονομάζει τα τέσσερα γνήσια ευαγγέλια και τους συγγραφείς τους· «Ματθαίος γαρ ουκ επεχείρησεν, αλλά έγραψεν εξ αγίου κινήμενος Πνεύματος, ομοίως και Μάρκος, και Ιωάννης παραπλησίως, και ο Λουκάς». (Σχόλια στο Κατά Λουκάν, Ωριγένους).

Βλέπουμε δηλαδή, ότι στην εποχή όπου έζησαν οι δύο αυτοί συγγραφείς (δεύτερος-τρίτος αιώνας) και πριν την οριστικοποίηση του Κανόνα της ΚΔ, τα τέσσερα γνωστά ευαγγέλια θεωρούνταν γνήσια και ξεχώριζαν από τα νόθα Γνωστικά. Μάλιστα, στην συνέχεια των σχολίων του, ο Ωριγένης κατονομάζει μερικά από τα πολλά νόθα συγγράμματα που κυκλοφορούσαν επ ονόματι των Αποστόλων από τους Γνωστικούς, όπως το ‘’Κατά Αιγυπτίους ευαγγέλιον’’, το ‘’Κατά Θωμάν’’, το ‘’Κατά Βασιλείδην’’, το ‘’Κατά Ματθίαν’’, κτλ. Και συνεχίζει ο Ωριγένης, γράφοντας· «Αλλά τέσσερα μόνα προκρίνει η του Θεού Εκκλησία. Ουχ απλώς δε είπε πεπιστευμένων, αλλά πεπληροφορημένων, το απαράβατον τοις λεγομένοις μαρτυρών».