Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΙΑΝΟΙ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ




 



 Οι διάφορες Πεντηκοστιανές ομάδες δημιουργούν τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερα ποιμαντικά προβλήματα. Δεν έχουν ολοκληρωμένη διδασκαλία περί προσώπου και ελευθερίας αυτού, οδηγούν τους νέους σε διάσπαση της πνευματικής τους ταυτότητας και απειλούν με εθνική και πολιτιστική διάσπαση. Στη χώρα μας δραστηριοποιούνται έντονα τον τελευταίο καιρό και προσπαθούν να παρασύρουν με κάθε τρόπο ακόμη και τους Ορθοδόξους. Οι κινήσεις των Πεντηκοστιανών είναι ποικίλες και κάθε μια από αυτές τις κινήσεις διεκδικεί με πάθος τον τίτλο της αληθινής εκκλησίας. Δεν τους αναχαιτίζουν τα χρονικά κενά της διαδοχής και της ιστορικότητας, αφού προσπαθούν να καλύψουν αυτά τα κενά συκοφαντώντας την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού.

Πρέπει να επισημάνουμε ότι τα μέλη των Πεντηκοστιανών κινήσεων είναι ευπαρουσίαστα, παρουσιάζουν σημαντική δραστηριότητα και διακατέχονται από υπερβολικό ζήλο προκειμένου να διαδώσουν τις κακοδοξίες τους. Αρκετές φορές κρατούν μουσικά όργανα για την υμνολογία τους μοιράζοντας έντυπα και περιοδικά, ώστε να προκαλέσουν το ενδιαφέρον του περαστικού. Εύλογα λοιπόν γεννιέται το ερώτημα: Τι είναι, τι πιστεύουν, τι διδάσκουν;

Πριν όμως περάσουμε αναλυτικά στο φαινόμενο “Πεντηκοστιανοί”, θα ήταν καλό να τονίσουμε γενικότερα το θέμα των αιρέσεων. Η λέξη αίρεση σημαίνει απόκλιση απ’ την κοινή διδασκαλία, που είναι αποδεκτή. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή σημαίνει ανατροπή της πίστεως, εκτροπή από την αποκαλυφθείσα αλήθεια, βλασφημία. Στον χριστιανικό χώρο οι αιρέσεις εμφανίστηκαν απ’ τους αποστολικούς χρόνους. Ο απόστολος Παύλος, ο άγιος Ιωάννης ο θεολόγος, ο άγιος Ιγνάτιος ο θεοφόρος αναφέρουν αιρεσιάρχες που εμφανίζονται εκείνη την εποχή. Σήμερα βέβαια υπάρχει έξαρση των αιρέσεων. Ο κάθε αιρεσιάρχης δίνει δική του ονομασία στην ομάδα του. Στον χώρο των Πεντηκοστιανών, είναι τόσες πολλές οι ομάδες, ώστε δυσκολεύονται να βρουν άλλα ονόματα για να ονομαστούν.

Στόχος, λοιπόν, των αιρέσεων είναι να διαστρεβλώσουν την γνώση για τον Τριαδικό Θεό, τον Χριστό, το Άγιον Πνεύμα, τα Μυστήρια, την Θεοτόκο, την Εκκλησία καθώς και τον τρόπο σωτηρίας. Χρέος του Χριστιανού είναι να γνωρίζει καλά το περιεχόμενο της πίστεώς του, μελετώντας την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση. Κι ακόμη χρέος του είναι φερθεί με διάκριση, να δείξει συμπόνια και να προσευχηθεί γι’ αυτούς. Κι ας μην ξεχνούμε ότι ανάρμοστη συμπεριφορά κατά των αιρετικών αποτελεί αιτία να συκοφαντείται η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι ίδιοι να αυτοαποκαλούνται διωκόμενοι στο όνομα του Χριστού.

Κάτι που επίσης πρέπει να προσεχθεί είναι ότι οι αιρετικοί προβάλλουν και υπερτονίζουν πτυχές της χριστιανικής ζωής - αποσπασματικά βέβαια και έξω από την αποστολική και πατερική παράδοση της Εκκλησίας - που οι περισσότεροι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, μέσα στο πνεύμα της εκκοσμίκευσης, έχουν παραθεωρήσει και αμελήσει. Είναι ένας πειρασμός του διαβόλου, ο οποίος διαλέγει το σημείο στο οποίο θα χτυπήσει τα μέλη του Χριστού. Ένας Χριστιανός που ζει μέσα στο ρεύμα της παραδόσεως δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο. Οι βαπτισμένοι δηλαδή και βεβαιόπιστοι είναι απρόσβλητοι από τέτοιες επιθέσεις. Οι άλλοι όμως είναι εκτεθειμένοι στον κίνδυνο της πλάνης, αν δεν περιφρουρήσουν τον εαυτό τους με την υπακοή στους ποιμένες της Εκκλησίας. Έτσι ισχύει για τις αιρέσεις ο λόγος που είπε ο Χριστός, ότι είναι ανάγκη να έλθουν τα σκάνδαλα “ίνα οι δόκιμοι φανεροί γένονται”.


Ονομασία - Ιστορία

Οι Πεντηκοστιανοί έλαβαν το όνομά τους από την ονομασία της “Εκκλησίας τους”, που την αποκαλούν “Εκκλησία της Πεντηκοστής”. Όμως κάθε ομάδα για να διαφοροποιείται και να διακρίνεται από τις άλλες προσθέτει συμπληρωματικά ονόματα της κύριας ονομασίας, όπως π.χ. Αποστολική Εκκλησία της Πεντηκοστής κ.λ.π. ή συναντώνται με άλλες ονομασίες, όπως η Εκκλησία της Προφητείας κ.λ.π. Έλαβαν το όνομα “Εκκλησία της Πεντηκοστής”, επειδή πιστεύουν ότι η Πεντηκοστή που έγινε τότε, επαναλαμβάνεται προσωπικά σε κάθε πιστό, που αναγνωρίζει τον Χριστό και τον δέχεται ως σωτήρα του. Υποστηρίζουν ότι το Άγιο Πνεύμα επισκέπτεται τον πιστό, όπως και τότε, γεγονός που μπορεί να συμβεί στον δρόμο, στην εργασία, στο σπίτι, στην πλατεία. Από την στιγμή αυτή ο πιστός θεωρείται αναγεννημένο μέλος της Εκκλησίας.

Οι ρίζες των Πεντηκοστιανών βρίσκονται στις ονομαζόμενες “Κινήσεις Αγιότητας”, που εμφανίστηκαν στην Ευρώπη και στην Αμερική μετά από την έμπνευση των ιεροκηρύκων Μούντι και Σάνκυ. Οι Αμερικανοί αυτοί πρωτεργάτες της νέας κίνησης κήρυξαν πώς η πραγμάτωση της “αγιότητας” ακολουθεί μετά την μεταστροφή και την αναγέννηση και αποτελεί “τρίτη χάρη”. Αυτή η “ανώτερη πνευματική κατάσταση” ονομάστηκε “βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος”. Ακόμη υποστήριξαν πώς η χάρη γίνεται αισθητή με την γλωσσολαλιά. Η αίρεση της “τρίτης χάρης” καταδικάστηκε από την “κίνηση της αγιότητας” με συνέπεια να σχηματιστούν ιδιαίτερες κοινότητες και το 1911 η “Πεντηκοστιανή Εκκλησία Αγιότητας”. Μια άλλη ομάδα υπό την ηγεσία των βαπτιστών κηρύκων ονομάστηκε “Κίνηση της όψιμης βροχής” και ισχυρίζεται πώς βρισκόμαστε στους εσχάτους καιρούς.

Μια άλλη κίνηση σχηματίστηκε υπό την ηγεσία του A. J. Tolminson και ονομάστηκε Church of God.

Η κίνηση πρόσφερε στους οπαδούς της απάντηση σχετικά με την “βεβαιότητα” της σωτηρίας. Το χάρισμα της γλωσσολαλιάς απετέλεσε την απόδειξη για το “βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος”, που μάλιστα προερχόταν από “άνωθεν” και δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί. Παράλληλα ο πιστός υπερτερούσε έναντι εκείνων που δεν είχαν αυτή την εμπειρία και γινόταν πια ανεξάρτητος από το περιβάλλον του. Κάποιος άλλος ο Charles H. Parcham άνοιξε στο Houston σχολή για την εκπαίδευση των Πεντηκοστιανών κηρύκων. Σε αυτήν, το 1905, εντάχθηκε ο νέγρος κήρυκας W. J. Seymour. Το 1906 προσκλήθηκε σε μια “κοινότητα αγιότητας” με αποτέλεσμα να “κατέλθη το Πνεύμα” σε αυτήν. Ο ίδιος άλλωστε ίδρυσε την πρώτη καθαρή Πεντηκοστιανή ομάδα. Δηλαδή η Πεντηκοστιανή αίρεση άρχισε να διαιρείται ως προς την διδασκαλία και την πράξη. Ο Ευσέβιος Παπαστεφάνου που θεωρείται ο ιδρυτής της κίνησης “ορθόδοξοι χαρισματικοί” θεωρεί την διαδραματίσει αυτών των γεγονότων σαν την σύγχρονη πεντηκοστή. Ήδη οι Πεντηκοστιανοί έχουν οπαδούς σε πολλά σημεία κι άλλων ηπείρων εκτός της Αμερικής.

Η κάθε Πεντηκοστιανή ομάδα έχει δική της διδασκαλία, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά προσωπική διδασκαλία του ιδρυτή κάθε ομάδας. Εάν παρατηρήσουμε την διδασκαλία τους, θα διαπιστώσουμε ότι αποδέχονται την Αγία Γραφή απορρίπτοντας την Ιερά Παράδοση, εκτός από κάποια σημεία της, που αναφέρονται σε κανονικά βιβλία της Καινής Διαθήκης.

Δέχονται την κατά γράμμα ερμηνεία της Αγίας Γραφής και πιστεύουν ότι τους δόθηκε ιδιαίτερο χάρισμα εξηγήσεώς της. Υποστηρίζουν την Α’ Οικουμενική Σύνοδο, εξαιτίας του συμβόλου της πίστεως, προκειμένου να μην αποδοκιμαστούν από τους Χριστιανούς και αποδέχονται τους κανόνες των βιβλίων της Κ. Διαθήκης είτε είναι προσώπων είτε είναι Συνόδων.

Διδάσκουν ότι αρκεί κάποιος να πιστεύει στον Χριστό, στο Αίμα Του, ώστε να τον επισκεφθεί το Άγιον Πνεύμα, προκειμένου να βαπτισθεί. Επιβεβαίωση της σωτηρίας τους είναι το χάρισμα της γλωσσολαλιάς, αφού το θεωρούν προϋπόθεση της αναγεννήσεως. Ο Πεντηκοστιανός που έχει αναγεννηθεί, είναι σεσωσμένος και δεν έχει σχέση με την αμαρτία. Από τα μυστήρια δέχονται μόνο το βάπτισμα και την θεία Κοινωνία ως απλές τελετουργίες, απορρίπτοντας έτσι και το δόγμα που αναφέρεται στο θέμα της μεταβολής του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού.

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο κάθε Πεντηκοστιανός μπορεί να λάβει το χάρισμα του ποιμένος από το Άγιον Πνεύμα γι’ αυτό και αντιτίθεται στην ειδική ιεροσύνη. Το βάπτισμα είναι μια απλή πράξη, που συνιστά ότι ο πιστός που πίστεψε κι έλαβε τα αγιοπνευματικά χαρίσματα είναι σεσωσμένος και, ως σεσωσμένος, εντάσσεται στην Εκκλησία του Χριστού. Ο νηπιοβαπτισμός γι’ αυτούς είναι άκυρος και, εάν κάποιος βαπτίστηκε ως νήπιο σε κάποια άλλη θρησκευτική κίνηση, πρέπει να ξαναβαπτιστεί, εφ’ όσον αποδεχθεί την πεντηκοστιανή διδασκαλία.

Σύμφωνα με τις δοξασίες των Πεντηκοστιανών, ο γάμος είναι μια απλή πράξη συμβιώσεως, ενώ αρνούνται την πολυγαμία και το διαζύγιο. Το μυστήριο της εξομολογήσεως σε ιερέα είναι άκυρο, γιατί ισχυρίζονται ότι μπορεί ο πιστός να εξαγορεύση τις αμαρτίες του και να μετανοήσει μπροστά στον Χριστό, επικαλούμενος απλά το Όνομά Του. Την εξαγόρευση θεωρούν μια συζήτηση με χαρισματικούς της Κίνησης, που θα επιφέρουν την ψυχική αγαλλίαση.

Ως σύμβολα πίστεως αποδέχονται μόνο τον Σταυρό, απορρίπτουν τις εικόνες καθώς και την τιμή στα εικονιζόμενα πρόσωπα. Αρνούνται να δεχθούν τα μνημόσυνα και πιστεύουν ότι οι ψυχές κρίνονται απ’ τον Θεό μετά την έξοδό τους από το σώμα, που βρίσκεται σε κατάσταση ναρκώσεως.

Στο θέμα της εσχατολογίας πιστεύουν ότι, πριν την έλευση του Αντιχρίστου, θα έρθει ο Χριστός για να αρπάξει “τήν Εκκλησία”, ώστε για επτά χρόνια να μην υποστεί τις συνέπειες του Αντιχρίστου.

Στην διάρκεια θα υποφέρουν όσοι βρίσκονται στην γη και δεν μετάσχουν της αρπαγής. Στην ίδια περίοδο θα γίνει και ο πόλεμος του Αρμαγεδώνος. Όταν λήξη η επταετία, θα κατέβει ο Χριστός στην γη με τους αρπαγέντας και θα εγκαθιδρύσει χιλιετή βασιλεία, όπου στο τέλος της θα πραγματοποιηθεί η γενική ανάσταση - κρίση και απόδοση.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι δεν δέχονται την Θεοτόκο ως αειπάρθενο και διδάσκουν ότι είχε γεννήσει κι άλλα παιδιά. Αυτές σε γενικές γραμμές είναι οι θέσεις της διδασκαλίας των Πεντηκοστιανών κι ας έχουμε υπόψη μας ότι διαφοροποιούνται από κίνηση σε κίνηση, αφού προβάλλονται προσωπικές γνώμες των ποιμένων τους. Παρατηρούμε ότι γενικά η κίνηση των Πεντηκοστιανών δε συνέβαλε στην ενότητα, αλλά στην μεγαλύτερη διαίρεση των Προτεσταντικών ομάδων.

Δεν πρέπει όμως να παραλείψουμε ότι στόχος των Πεντηκοστιανών είναι να συγκροτήσουν την Εκκλησία των εσχάτων καιρών, την οποία θα παραλάβει ο Κύριος και επικαλούνται την έκχυση του Αγίου Πνεύματος στις Πεντηκοστιανές ομάδες του αιώνος μας. Ανεξάρτητα απ’ το γεγονός ότι η Εκκλησία υφίσταται δια μέσω των αιώνων και δεν είναι δυνατό να εμφανίστηκε στον αιώνα μας, παρατηρούμε ότι το Άγιον Πνεύμα οδηγεί στην ενότητα κι όχι στην διαίρεση. Αντίθετα οι Πεντηκοστιανές ομάδες παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές όχι μόνο στην δογματική διδασκαλία αλλά και στην πίστη.

Οι Πεντηκοστιανοί μιλούν για το “μικρό ποίμνιο”, που ταυτίζεται με την Εκκλησία των εκλεκτών, και την Εκκλησία των “μαζών” που ταυτίζεται με τον κόσμο. Το “μικρό ποίμνιο” αναφέρεται στην εποχή της Κ. Διαθήκης. Τότε η Εκκλησία ήταν αντιμέτωπη με την κοινωνία που δεν είχε δεχθεί την Χριστιανική πίστη. Επίσης διδάσκουν ότι, όταν η “εκκλησία” τους απόκτησε την πλειοψηφία μέσα στην κοινωνία, συνέχισε να κατέχει την αλήθεια. Αυτό έρχεται όμως σε αντίθεση με το γεγονός ότι οι ίδιοι οι Πεντηκοστιανοί υποστηρίζουν ότι το κίνημά τους στην Νότιο Αμερική, το μόνο μέρος όπου μπορεί να θεωρηθούν πλειοψηφία, έπεσε σε αποστασία.

Εμείς πιστεύουμε ότι η αληθινή Εκκλησία είναι Μία, είναι αυτή που διατηρεί καθαρό τον λόγο του Θεού χωρίς ανθρώπινες επινοήσεις και συμφέροντα. Είναι αυτή που στολίζεται με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.

Πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι όλοι οι Πεντηκοστιανοί “χαρισματικοί και αναγεννημένοι” ερμηνεύουν τα πνευματικά φαινόμενα και τις “εμπειρίες” τους ως παρουσία του Αγίου Πνεύματος και πιστεύουν ότι χαριτώθηκαν, επειδή θεωρήθηκαν άξιοι της πίστεώς τους. Το γεγονός ότι έλαβαν χαρίσματα αποδεικνύει την αναμαρτησία και τον αγιασμό τους. Και βέβαια στηρίζονται στο χωρίο του Παύλου: “Ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω” (Α' Κορ. ιβ', 3). Ισχυρίζονται δηλαδή ότι όποιος λέγει τον Ιησού Κύριο, έχει Άγιο Πνεύμα, αλλιώς δεν μπορεί να τον προσφωνήσει Κύριο.

Όταν πάλι προφητεύουν, λένε: “Τάδε λέγει Κύριος”, νομίζοντας ότι με τούτο τον τρόπο είναι κάτοχοι αγιοπνευματικών χαρισμάτων και καταστάσεων. Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί πώς το Πνεύμα το Άγιο που “ενοικεί” στην ψυχή του πιστού δημιουργεί νέα πραγματικότητα που γίνεται αισθητή στον πνευματοφόρο άνθρωπο. Αυτό δεν επιτυγχάνεται με τις εξωτερικές τεχνικές των Πεντηκοστιανών, αλλά προϋποθέτει την μετάνοια, που είναι αποτέλεσμα θείας ενεργείας και ανθρώπινης προσπάθειας. Το αληθινό χάρισμα δεν δίδεται στον άνθρωπο, εάν δεν υπάρχει πνευματική πρόοδος.

Αυτός που θέλει να καταστεί δέκτης των αγιοπνευματικών χαρισμάτων, πρέπει να αγωνιστή, να συσταυρωθή με τον Κύριο και να τελειωθεί. Τα χαρίσματα που προσφέρει ο Θεός και αποτελούν πραγματικότητα στην ζωή της Εκκλησίας, χαρίζονται στις ταπεινές ψυχές με βάση την θεία ενέργεια? δεν μπορεί να αποτελεί αποτέλεσμα εκβιασμού στον Θεό. Ο Θεός προσδιορίζει πότε και σε ποιόν θα έλθει η Χάρη. Ο άνθρωπος δέχεται την Χάρη και ταπεινώνεται στο θέλημα του Θεού. Και ας μη ξεχνούμε ότι τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος έχουν σκοπό την οικοδομή της Εκκλησίας. Αν κάποιος δεν είναι ενωμένος με το “Σώμα της Εκκλησίας” δεν έχει αληθινό χάρισμα, αλλά διακατέχεται απ’ το πνεύμα της πλάνης.

 Ποιές είναι οι εμπειρίες των Πεντηκοστιανών;

Οι εμπειρίες των Πεντηκοστιανών δεν αποτελούν αγιοπνευματικούς καρπούς, αλλά στηρίζονται σε ειδικές τεχνικές. Ας δούμε π.χ. τις εμπειρίες μιας μεγάλης πεντηκοστιανής κίνησης στην χώρα μας, της “Ελευθέρας Αποστολικής Εκκλησίας”. Αυτή η κίνηση προβάλλει στον άνθρωπο το καυτό ερώτημα: “Που πάμε; Τι θα γίνουμε;”, και τονίζει πώς ο καιρός της παρουσίας του Χριστού πλησιάζει, αφού η ανθρωπότητα οδηγείται στο χειρότερο. Οι χριστιανικές εκκλησίες ταυτίζονται με την “πόρνη Βαβυλώνα”, ενώ την σωτήρια οδό εκπροσωπεί η εκκλησία των εκλεκτών.

Σ’ αυτήν την ομάδα γίνεται στην αρχή κήρυγμα, στο οποίο εντάσσονται διάφοροι ύμνοι. Κάποια στιγμή γίνεται απ’ τον ποιμένα το πρώτο βήμα σωτηρίας στους προσηλύτους: “Αν κάποια ψυχή θέλει να σωθεί, ας γονατίσει εδώ κι ας πει: “Χριστέ μου, σώσε με, ελέησέ με, σφράγισέ με, με το πνεύμα σου το Άγιο””. Στην συνέχεια με το τέλος του ύμνου ο ποιμένας προτρέπει: “εάν συ θέλεις να παραδοθείς στον Χριστό, να πεις: “Κύριες θέλω κι εγώ...”, γονάτισε! και θα σε σώσει...”.

Ο ύμνος ξαναρχίζει κι εσύ πρέπει να πεις: “Κύριε, σήμερα να με αναγεννήσεις”. “Σήμερα έχω να πω σ’ αυτούς που δεν αναγεννήθηκαν ότι ο άνεμος είναι έτοιμος να πνεύσει στην καδιά τους”. “Εάν λοιπόν δεν αναγεννήθηκες πρέπει σήμερα το πρωί να αναγεννηθής”.

Αυτή η διαδικασία επαναλαμβάνεται σ’ όλες τις συνάξεις, ώστε να καλλιεργείται ένα αίσθημα κατωτερότητας σ’ αυτούς που δεν “αναγεννήθηκαν”. Συνεπώς, το πρώτο στάδιο είναι η αναγέννηση, για να πρόκυψη το βάπτισμα με το Πνεύμα το Άγιο και τέλος η γλωσσολαλιά.

Το περιβάλλον σ’ αυτές τις συνάξεις είναι εκστατικό, η ψυχολογική πίεση αυξάνεται, ειδικά στα μέλη που δεν “αναγεννήθηκαν”, και ο ενθουσιασμός αφήνεται ελεύθερος. Μ’ αυτόν τον τρόπο όμως καταργείται η γνησιότητα της δράσης του Αγίου Πνεύματος, όπως των Αποστόλων μας, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να προσαρμόζει τις φυσικές δυνατότητες στην ενοίκηση του Αγίου Πνεύματος και κατά συνέπεια να υποπίπτει σε δαιμονικές καταστάσεις.

Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Πεντηκοστιανοί διδάσκουν πώς βασική προϋπόθεση για το “πνευματικό βάπτισμα” είναι το φαινόμενο της γλωσσολαλιάς. Η συγκεκριμένη διδασκαλία αποτέλεσε μια βασική αιτία για την διάσπαση της πεντηκοστιανής κίνησης. Όμως σύμφωνα με την Ορθόδοξη άποψη η “εν Αγίω Πνεύματι” ζωή προϋποθέτει την ένωση του ανθρώπου με τον Χριστό και το Άγιο Πνεύμα. Καθετί που προκαλεί τον άνθρωπο να γνωρίσει και να συναντήσει τον Θεό έξω από τον εαυτό του, είναι αιρετικό.


Τί είναι το χάρισμα της γλωσσολαλιάς

Μία βασική πτυχή της διδασκαλίας των Πεντηκοστιανών,  είναι η διδασκαλία για το χάρισμα της γλωσσολαλιάς.

Παρατηρείται λοιπόν το φαινόμενο σε συνάξεις Πεντηκοστιανών, ομάδες ανδρών και γυναικών να ενθουσιάζονται, να εκστασιάζονται και να εκστομίζουν άναρθρες κραυγές, σε βαθμό που να μην καταλαβαίνει κανείς τα λεγόμενα. Το φαινόμενο αυτό αποτελεί απόδειξη, σύμφωνα με την διδασκαλία τους, πώς ο πιστός έλαβε την πληρότητα του Αγίου Πνεύματος και επομένως και την σωτηρία. Η κατάσταση της “γλωσσολαλιάς” είναι εκτός ελέγχου. Ο “γλωσσολαλών” ομιλεί αδιάκοπα μη κατανοώντας τα λεγόμενα. Αν ερωτηθούν για τα παράξενα και ακατανόητα υποστηρίζουν ότι πρόκειται περί υπερφυσικής και Αγιοπνευματικής καταστάσεως.

Οι Πεντηκοστιανοί υποστηρίζουν ότι το γεγονός της Πεντηκοστής δεν ήταν μοναδικό, αλλά επαναλαμβάνεται στον καθένα από αυτούς. Όπως οι Απόστολοι μίλησαν ξένες γλώσσες έτσι και αυτοί με το “Αγιοπνευματικό βάπτισμα” μιλούν “ξένες γλώσσες”. Εδώ όμως υπάρχει μια διαφορά. Οι Απόστολοι μιλούσαν και ο κάθε ακροατής άκουγε την ομιλία τους στην δική του γλώσσα, γιατί μιλούσαν “εν Πνεύματι Αγίω”. Γιατί η γλωσσολαλιά των Αποστόλων είχε σκοπό το κήρυγμα και την εισαγωγή των εθνών στην Εκκλησία. Αντίθετα, η γλωσσολαλιά των Πεντηκοστιανών δεν αποτελεί σημείο ενότητος, αλλά δημιουργεί συνεχώς νέα σχίσματα στον χώρο της Εκκλησίας. Οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι αποτελούν επανάληψη της Πεντηκοστής, αλλά οι “γλώσσες” που μιλούν δεν γίνονται κατανοητές. Αντίθετα, στην Πεντηκοστή όλοι κατανοούσαν τους Αποστόλους.

Στην Α' Κορ. ιδ', 2-27 αναφέρεται το χάρισμα της γλωσσολαλιάς. Όμως δε θεωρείται από τον Απόστολο Παύλο βασικό χάρισμα. Άλλωστε, κι ο ίδιος ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι το χάρισμα τούτο στην εποχή του είχε ατονήσει. Κι ας μη ξεχνούμε ότι ο Απόστολος Παύλος λαμβάνει κριτική στάση απέναντι σ’ αυτό το φαινόμενο και διατηρεί επιφυλάξεις για την χρήση της γλωσσολαλιάς, ιδιαίτερα στις συναθροίσεις, κι αυτό γιατί υπήρχε η ανάγκη της ερμηνείας (Α' Κορ. ιβ' 10-30, ιδ' 13, 26-28). Μάλιστα, ο Απόστολος τοποθετεί την γλωσσολαλιά σε κατώτερο επίπεδο χαρισμάτων (Α' Κορ. ιβ' 28) και πολλές φορές ούτε κάνει αναφορά σε τούτο το χάρισμα (Ρωμ. ιβ', 4 εξ.). Εξάλλου οι πιστοί δεν έχουν ανάγκη ενθουσιαστικών καταπλήξεων, αλλά κατηχήσεως, μελέτης, πίστεως και διδασκαλίας. Και η Ορθόδοξος Εκκλησία στηριζομένη στην Αγιοπνευματική εμπειρία των Θεοφόρων Πατέρων, αντιμετωπίζει το σημερινό φαινόμενο της “γλωσσολαλιάς”, όπως παρουσιάζεται από τους Πεντηκοστιανούς και με την σημασία που του δίνουνε, ως απάτη του διαβόλου και πλάνη των ανθρώπων.

Ποιά είναι η ψυχολογική κατάσταση των γλωσσολαλούντων

Οι σημερινοί γλωσσολαλούντες όπως είπαμε μιλούν σε κατάσταση ενθουσιασμού και εκστάσεως χωρίς να κατανοούν και να έχουν την αίσθηση των λεγομένων. Μάλιστα ισχυρίζονται ότι σε ανάλογες καταστάσεις βρίσκονταν οι Απόστολοι όταν μιλούσαν. Όμως έντονη είναι η αντίδραση του Πέτρου σ’ αυτές τις ιδέες, και τονίζει ότι οι ενεργούμενοι και μιλούντες εξ Αγίου Πνεύματος βρίσκονται σε κατάσταση ειρήνης και γνωρίζουν τι λένε, ερμηνεύοντας και την δική του εσωτερική κατάσταση.

“Γλώσσα των Αγγέλων”

Πολλοί από τους “χαρισματούχους γλωσσολαλούντες”, εκμεταλλευόμενοι το χωρίο “εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων” (Α' Κορ. ιγ', 1) ισχυρίζονται ότι αυτά τα οποία λένε είναι λόγια αγγελικά. Στην Γραφή συναντούμε αγγέλους να μιλούν, παρατηρούμε ότι κάνουν χρήση της γλώσσας των ανθρώπων στους οποίους απευθύνονται. Εάν σύμφωνα με την Γραφή οι Άγγελοι μιλούν ανθρωπίνως, τότε τι εννοεί ο Παύλος λέγοντας γλώσσες αγγέλων; Ο Μέγας Βασίλειος λέει ότι οι Άγγελοι δεν έχουν λόγο προφορικό όπως οι άνθρωποι, αλλά με νοήματα μεταδίδουν ο ένας στον άλλο τα θεία νοήματα (Α' Κορ. ιγ'). Τέλος ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός σημειώνει ότι οι Άγγελοι είναι δεύτερα πνευματικά φώτα, που παίρνουν τον φωτισμό από το πρώτο άναρχο φως και δεν έχουν ανάγκη γλώσσας και ακοής, αλλά χωρίς προφορικό λόγο μεταδίδουν μεταξύ τους τα προσωπικά διανοήματα και θελήματα (Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Β' (3) περί Αγγέλων).

Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι η χωρίς προϋποθέσεις, αντορθόδοξη διδασκαλία για το χάρισμα της γλωσσολαλιάς, οδηγεί σε πλάνη τους ανθρώπους, οι οποίοι τελικά μπορεί να απατηθούν και να χαρακτηρίσουν ως αγιοπνευματικές διάφορες άλλες ψυχολογικές –στην καλύτερη περίπτωση– καταστάσεις. Και το πρόβλημα, βεβαίως εντείνεται, όταν οι καταστάσεις αυτές επενδύονται θρησκευτικά και παρουσιάζονται ως αποκαλύψεις του Θεού.


“Αίτια της πλάνης”

Ο εγωισμός είναι η αιτία για να απομακρυνθεί ο άνθρωπος από την χάρη του Θεού και του Αγίου Πνεύματος. Έτσι, προοδευτικά οδηγείται στην πλάνη. Και όπως αναφέρει ο Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης, τρεις αιτίες οδηγούν στην πλάνη τους ανθρώπους: η υπερηφάνεια, ο φθόνος του διαβόλου και η παιδαγωγική παραχώρηση του Θεού. Αιτία της υπερηφάνειας είναι η πνευματική κενότητα, του φθόνου η πνευματική προκοπή και της παραχωρήσεως η αμαρτωλή ζωή.

“Πεντηκοστιανοί καί εικόνες”

 Σύμφωνα με την διδασκαλία τους, ο Θεός απαγορεύει την κατασκευή εικόνων με σκοπό την λατρεία και την προσκύνησή τους. Οι ίδιοι προβάλλουν την δεύτερη από τις δέκα εντολές της Παλαιάς Διαθήκης, που λέει τα πρακάτω: “Μη κάμης εις εαυτόν είδωλον μηδέ ομοίωμα τινός” (Εξ. κ', 4-5). Δεν επιτρέπονται ούτε ομοιώματα ανθρώπων, ούτε αγίων ακόμη ούτε και του Χριστού.

Οι ίδιοι ισχυρίζονται ότι η Καινή Διαθήκη αναφέρει ότι δεν πρέπει να γινόμαστε ειδωλολάτρες, δηλαδή να προσκυνούμε εικόνες ή άλλα αντικείμενα, γιατί ο Θεός λατρεύεται μόνο “εν πνεύματι και εν αληθεία”, και μόνον αυτόν να προσκυνούμε και παραπέμπουν στο Ιωάννη δ' 24: “Ο Θεός είναι πνεύμα και οι προσκυνούντες αυτόν εν πνεύματι και αληθεία πρέπει να προσκυνώσι”.

Πρέπει να σημειωθεί ότι οι “χαρισματικοί Πεντηκοστιανοί” υποστηρίζουν με σθένος ότι πολλοί “ορθόδοξοι” θεολόγοι και Κληρικοί δεν πιστεύουν στις εικόνες, αλλά, δυστυχώς, ο λαός έχει συνδέσει την ζωή του με αυτές. Αιτία της επικράτησης των εικόνων, σύμφωνα με τους Πεντηκοστιανούς, είναι τα μοναστήρια, που είχαν όφελος από την κατασκευή τους. Οι εικόνες είναι πλαστές. Καμία δεν παριστάνει τον Χριστό ή την Μητέρα Του, τους Αποστόλους ή τους Αγίους. Υποστηρίζουν ακόμη ότι οι εικόνες σε καμία περίπτωση δε θαυματουργούν, αλλά η Εκκλησία για διάφορα οφέλη διαδίδει την θαυματουργία τους. Γι’ αυτό με έντονο τρόπο κατηγορούν εκείνους που ανάβουν κερί στην εικόνα, ανάβουν καντήλι ή την ασπάζονται. Αυτές οι εκδηλώσεις, όπως ισχυρίζονται, σημαίνουν λατρεία, προσκύνηση, πράγμα το οποίο απαγορεύει ο Θεός. Γίνεται λοιπόν κατανοητό από τα παραπάνω ότι για τους Πεντηκοστιανούς ο αληθινός Χριστιανός δεν πρέπει να τιμά τον Θεό και τους Αγίους με την προσκύνηση των εικόνων. Γιατί ο Θεός λατρεύεται μόνο πνευματικά.

Ακόμη μια φορά διαπιστώνουμε την πλάνη των Πεντηκοστιανών, γιατί οι εικόνες του Χριστού, της Θεοτόκου και των Αγίων, που κοσμούν τις ορθόδοξες Εκκλησίες, αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα της ενότητας της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, που σαν γνώρισμα έχει τον σεβασμό και την τιμή στις εικόνες, των οποίων ο σκοπός είναι καθαρά σωτηριολογικός. Κι ας μην ξεχνούμε ότι εικόνες υπάρχουν στην Εκκλησία από τα πρώτα χρόνια μετά τον ερχομό του Θεανθρώπου στον κόσμο. Αυτή είναι η πίστη της Εκκλησίας μας, όπως εκφράζεται από την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο και από όλους τους Πατέρας, ιδιαιτέρως της εικονομαχικής περιόδου. Η Εκκλησία δεν κάνει τίποτα άλλο από τα να αναζωγραφίζη την μορφή του Χριστού, όπως την είδαν οι άνθρωποι και την παρέδωσαν οι Απόστολοι. Ο Χριστός είναι ορατός και περιγράφεται. Την ίδια πίστη εκφράζει και ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης: “εικονίζουν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν σωματικώ χαρακτήρι, ειρμώ τω ανέκαθεν απ’ αυτής της αποστολικής πράξεως παρηγμένω, εξ εικόνος εικόνα μεταγράφοντες, καθάπερ και του ζωοποιού Σταυρού”.

 Οι “άγιοι”

Σύμφωνα με τις απόψεις των Πεντηκοστιανών, “άγιος” είναι ο ξεχωρισμένος άνθρωπος για τον Θεό. “Άγιοι” θεωρούνται όλοι οι αναγεννημένοι Χριστιανοί, αυτοί που άφησαν τον κόσμο και την αμαρτία και ζουν αφιερωμένοι στον Χριστό.

 Πότε γίνονται και πώς μπορούν νά γίνουν οι άνθρωποι άγιοι;

Οι Πεντηκοστιανοί υποστηρίζουν ότι άγιοι γίνονται οι άνθρωποι, όταν μετανοήσουν και αναγεννηθούν. Μόνο όταν αναγεννηθούν, η Χάρη του Κυρίου τους μεταπείθει εσωτερικά, ώστε να μισούν την αμαρτία και να επιθυμούν να ζουν την ζωή του Χριστού. Και παραθέτουν το εξής χωρίο: “Καθώς είναι άγιος Εκείνος όστις σάς εκάλεσε και σεις γίνεστε άγιοι εν πάση διαγωγή” (Α' Πέτρου, α', 13-16). Και διακηρύττουν επίμονα, ότι ο κάθε άνθρωπος έχει την δυνατότητα να γίνει άγιος και πρέπει να γίνει, αν θέλει να γνωρίσει τον Κύριο. Πρέπει να καθαρισθεί κανείς από την αμαρτία για να γίνει άγιος. Ο καθαρισμός γίνεται αόρατα και πνευματικά, από την στιγμή που ο άνθρωπος θα ζητήσει από τον Θεό να τον βοηθήσει.

 Ποιά γνώμη επικρατεί σήμερα στους κόλπους των Πεντηκοστιανών για τους “αγίους”

Οι Πεντηκοστιανοί απορρίπτουν την άποψη ότι οι “άγιοι” είναι άτομα που έζησαν σε μοναστήρια, σε σπήλαια ή άτομα που έζησαν με νηστεία, εγκράτεια και πολύ αγώνα για το καλό της Εκκλησίας, αλλά υποστηρίζουν ότι ο αγιασμός είναι μια καθαρή ψυχική πνευματική κατάσταση που την χαρίζει ο Θεός, όταν δει ότι ο άνθρωπος ζητά απεγνωσμένα το έλεός του. Ακόμη υποστηρίζουν ότι πουθενά στην Γραφή ο Θεός δεν δίνει δικαίωμα σε κανέναν να ανακηρύξει κάποιον άγιο εκατό χρόνια μετά τον θάνατό του. Μάλλον απαγορεύει την λατρευτική προσκύνηση σε άτομα άλλα εκτός από τον Χριστό και τον Θεό. Και στηριζόμενοι στο χωρίο του Ματθαίου δ', 10: “Κύριον τον Θεόν σου θέλει προσκυνήσει και αυτόν μόνον λατρεύσει”, τονίζουν ότι ο Θεός ποτέ δεν καθόρισε άτομα εκτός από τον Ίδιο για να τα προσκυνούν οι πιστοί και να τα επικαλούνται. Δεν έδωσε εξουσία σε κανέναν άγιο να ακούει τις προσευχές και να πρεσβεύει για τον άνθρωπο. Σύμφωνα με τις Πεντηκοστιανές αλήθειες “άγιος” δεν ανακηρύσσεται κανείς μετά τον θάνατό του αλλά στην διάρκεια της επίγειας ζωής του. Και άγιοι θεωρούνται όλοι οι αναγεννημένοι πιστοί σύμφωνα με το λόγο του Θεού, όπως παραπάνω αναφέραμε.

Οι άγιοι μετά τον θάνατό τους αναπαύονται από τον κόπο και το έργο τους και περιμένουν την ανάσταση. Έτσι, σε καμιά περίπτωση δεν μεσιτεύουν οι άγιοι για μάς, αλλά ο μοναδικός μεσίτης στον Θεό είναι ο Χριστός που είναι ο Υιός Του. Γι’ αυτό και η προσευχή μας πρέπει να απευθύνεται στον Θεό και μόνον σ’ αυτόν που είναι ο ουράνιος Πατέρας. Η προσευχή στους αγίους είναι άσκοπη, γιατί δεν την ακούνε, ούτε έχουν από τον Θεό εξουσία να βοηθούν τους ανθρώπους.

 Οι απόψεις των Πεντηκοστιανών για τα θαύματα των αγίων

Αν κάποιος έχει χάρη από τον Θεό, κάνει θαύματα στην διάρκεια της επίγειας ζωής του. Μετά τον θάνατο των αγίων η προσφορά τους είναι ανύπαρκτη. Τα θαύματα που αποδίδονται στους αγίους είναι ψευδή, αφού θαύματα κάνει μόνο ο ουράνιος Πατέρας, ο Θεός. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι Πεντηκοστιανοί ομιλούν και για περιπτώσεις αγίων που δεν είναι γνήσιοι, γιατί δεν τους αναγνωρίζει ο Θεός. Οι άνθρωποι τους ονόμασαν αγίους, επειδή τους υποστήριξε η δική τους Εκκλησία. Για παράδειγμα, η βασίλισσα Θεοδώρα, που υποστήριξε την αναστήλωση των εικόνων, είναι αγία για την Εκκλησία μας, ενώ η αναστήλωση των εικόνων είναι, σύμφωνα με την διδασκαλία τους, αντίθετη με το θέλημα του Θεού.

 Ορθόδοξη άποψη για τους Αγίους

Η χριστιανική ζωή είναι ζωή αγιότητος. Και η μίμηση των Αγίων είναι μίμηση της αγιότητός τους, που καλλιεργήθηκε ως μίμηση της ζωής του Χριστού. Οι άγιοι δεν είναι οι ηθικώς άμεμπτοι, αλλά φορείς της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Και η παρουσία των Αγίων είναι πολύτιμη για όλη την ανθρωπότητα. Το ήθος των Αγίων είναι το ήθος του Χριστού? είναι το ήθος του αδιαιρέτου Σώματός Του, της Εκκλησίας. Η Εκκλησία μας τιμά την Παναγία και τους αγίους, που αναδεικνύονται στην ιστορία της. Εγκωμιάζοντας τα κατορθώματα των αγίων και κοσμώντας τις ημέρες του έτους με τις μνήμες τους, προτρέπει τους πιστούς στην αρετή. Όσο πλησιάζουμε τους αγίους και την Παναγία, τόσο ενωνόμαστε με τον Χριστό, και όσο ενωνόμαστε με τον Χριστό, τόσο αποκτούμε κοινωνία και με τα μέλη του Σώματός Του, τους αγίους.

Η κρίση και η ταραχή της εποχής μας, δημιουργούν κάποια ιδιάζουσα κατάσταση όπου ο άνθρωπος αναζητά αυθεντικά στηρίγματα. Ο άνθρωπος ζει σήμερα έντονα το πρόβλημα της ανελευθερίας, γεγονός που δυσκολεύει την αναζήτηση της αλήθειας. Γι’ αυτό η αναφορά στους Αγίους είναι ιδιαίτερα επίκαιρη και πολύτιμη.

Επιτρέπεται η προσκύνηση της Παναγίας και της εικόνας σύμφωνα με τον λόγο του Θεού;

Οι Πεντηκοστιανοί υποστηρίζουν ότι η προσκύνηση οποιουδήποτε άλλου προσώπου εκτός του Θεού και του Χριστού, δεν επιτρέπεται από τον λόγο του Θεού. Απαγορεύεται και η προσκύνηση των εικόνων σαν ειδωλολατρεία. Παραθέτουν έτσι τα εξής χωρία: • Ματθ. δ', 10: “γέγραπται γάρ, Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις”, • Δευτερονόμιο δ' 15, 16, 23: “φυλάξεσθε σφόδρα τας ψυχάς υμών,... μη ανομήσητε και ποιήσητε υμίν εαυτοίς γλυπτόν ομοίωμα, πάσαν εικόνα, ομοίωμα αρσενικού ή θηλυκού,... προσέχετε υμείς, μη επιλάθησθε την διαθήκην Κυρίου του Θεού υμών, ήν διέθετο προς υμάς, και ποιήσητε υμίν εαυτοίς γλυπτόν ομοίωμα πάντων, ών συνέταξεν Κύριος ο Θεός σου”, • Ψαλμός ριε' 4-8: “τά είδωλα των εθνών αργύριον και χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων... ου λαλήλουσιν,... ουκ όψονται,... όμοιοι αυτοίς γένοιντο οι ποιούντες αυτά και πάντες οι πεποιθότες επ’ αυτοίς”, • Πράξ. ι', 25-26: Ο Απόστολος Πέτρος αρνήθηκε προσκύνηση από τον εκατόνταρχο Κορνήλιο, • Αποκ. ιθ', 10 και κβ', 8-9: ο άγγελος αρνήθηκε προσκύνηση από τον Ιωάννη.

Αυτά τα χωρία τα οποία επικαλούνται οι Πεντηκοστιανοί δεν αναφέρονται στους αγίους αλλά σε άλλους θεούς. Εμείς όμως τους αγίους δεν τους τιμούμε ως θεούς, αλλά ως ανθρώπους αγίους. Ποιος ορθόδοξος είπε ποτέ: “Θεέ Δημήτριε πρέσβευε υπέρ εμού”. Μέσα στον λόγο του Θεού, όλοι οι πιστοί ονομάζονται άγιοι: “ασπάσασθε πάντας τους αγίους”. Μη ξεχνάμε ότι επιτρέπεται η τιμητική προσκύνηση των αγίων. Αυτό μας προτρέπει η Αγία Γραφή: “Τους δοξάζοντές με δοξάσω” (Α' Βασ., β', 30), “Εμοί λίαν ετιμήθησαν οι φίλοι σου, ο Θεός, λίαν εκραταιώθησαν αι αρχαί αυτών” (Ψαλ. 138, 17), “Μνήμη δικαίων μετ’ εγκωμίων, όνομα δε ασεβούς σβέννυται” (Παροιμ. ι', 7), “καί κρατείς το όνομά μου, και ουκ ηρνήσω την πίστιν μου και εν ταις ημέραις εν αίς Αντίπας ο μάρτυς μου ο πιστός, ός απεκτάνθη παρ’ υμίν, όπου ο Σατανάς κατοικεί” (Αποκ. β', 13-14).

Άλλωστε υπάρχουν δύο ειδών προσκυνήσεις: η απόλυτη προσκύνηση που ανήκει μόνον στον Θεό και η σχετική προσκύνηση που ανήκει στους Αγίους. Τι μας λέγει η Αγία Γραφή για την σχετική προσκύνηση:

Για την προσκύνηση των τριών ξένων από τον Αβραάμ: “καί προσεκύνησε επί της γής” (Γεν. ιη', 2).

Για την προσκύνηση των Αγγέλων από τον Λώτ: “καί προσεκύνησε τω προσώπω επί την γήν” (Γεν. ιθ', 1).

Για την προσκύνηση του Ιακώβ από τον Ησαύ: “καί προσεκύνησν επί την γήν επτάκις” (Γεν. λγ', 3).

Οι αδελφοί του Ιωσήφ τον προσκυνούν: “ελθόντες δε οι αδελφοί Ιωσήφ προσεκύνησαν αυτώ” (Γεν. μβ', 6).

Ο Βαλαάμ προσκυνά τον άγγελο: “καί ορά τον Άγγελον του Κυρίου και κύψας προσεκύνησε τω προσώπω αυτού” (Αριθμ. κβ', 31).

Ο Ιησούς του Ναυή προσκυνά τον άγγελον: “...εγώ αρχιστράτηγος δυνάμεως Κυρίου και Ιησούς έπεσεν επί πρόσωπον επί την γήν...” (Ιησ. Ναυή ε', 14).

Όσον δε αφορά το περιστατικό που περιγράφουν οι Πράξεις των Αποστόλων με τον εκατόνταρχο Κορνήλιο έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής:

Ο Κορνήλιος ήταν εθνικός και έζησε σαν εθνικός και πίστευε και λάτρευε πολλούς θεούς. Οι εθνικοί μάλιστα πίστευαν ότι πολλές φορές οι θεοί κατέβαιναν και συνανεστρέφονταν με τους ανθρώπους. Μόλις αντικρίζει τον Πέτρο, πέφτει και τον προσκυνά όχι ως άνθρωπο, αλλά ως θεό. Πώς το γνωρίζουμε αυτό; Από την αντίδραση του Πέτρου που του εξηγεί: “καγώ αυτός άνθρωπός ειμι”. Δεν είμαι αυτό που νόμιζες, σαν να του λέγει. Αυτή ήταν και η αντίδραση των Αποστόλων Παύλου και Βαρνάβα στα Λύστρα, όταν οι Λυκαονείς τους νόμισαν θεούς.

Όσον αφορά το περιστατικό της Αποκάλυψης, όταν ο άγγελος δεν δέχθηκε την προσκύνηση του Ιωάννου, έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: Ο Ιωάννης, ως Ιουδαίος γνώριζε την εντολή του Θεού να μη προσκυνά είδωλα, και επίσης είχε λάβει το Άγιον Πνεύμα, άρα γνώριζε αν θα έπρεπε να προσκυνήσει ή όχι έναν άγγελο. Και αν ακόμη το αγνοούσε και τον δίδαξε ο άγγελος, τότε σίγουρα το γνώριζε όταν την δεύτερη φορά προσκυνά πάλι τον άγγελο που του έδειχνε τα μυστήρια (Απ. κβ’, 8). Άρα, ο Ιωάννης δεν κάνει “δογματικό” λάθος, αλλά από ταπείνωση και θαυμασμό προσκυνάει τον άγγελο, και ο άγγελος από ταπείνωση δεν δέχεται την προσκύνηση και αναφέρει τα μεγαλεία στον Θεό.

Αντιλαμβανόμαστε την λαθεμένη διδασκαλία των Πεντηκοστιανών όχι μόνον για το πρόσωπο της Κυρίας Θεοτόκου που σφραγίζει και τονίζει την παράδοση της Εκκλησίας μας, αλλά και για το θέμα της προσκυνήσεως και των αγίων. Η προσκύνηση των εικόνων της Θεοτόκου, καθώς και των αγίων έχει βαρύνουσα σημασία, γιατί δεν είναι ένα απλό τιμητικό γεγονός, αλλά αποτελεί σημείο αναγωγής στον Τριαδικό Θεό. Εξ άλλου η βαρύνουσα σημασία της προσκυνήσεως των προσώπων αυτών, καταγγέλλεται από το γεγονός ότι η Εκκλησία επέτρεψε την προσκύνησή τους με το κύρος των Συνόδων της.


 Ποιά είναι η αντίληψη των Πεντηκοστιανών για τον Σταυρό

Σύμφωνα με τους Πεντηκοστιανούς ο Σταυρός δεν είναι σύμφωνος με την παράδοση των Αποστόλων και του Κυρίου. Υποστηρίζουν ότι οι Απόστολοι ποτέ δεν έκαναν σταυρό, ούτε βέβαια και ο Χριστός? ποτέ δεν χρησιμοποίησαν τον σταυρό με οποιοδήποτε τρόπο. Ποτέ ακόμη δεν δίδαξαν τίποτε από αυτά που πιστεύουν οι άνθρωποι σήμερα για τον σταυρό. Όταν μιλούσαν για σταυρό Χριστού δεν εννοούσαν κανένα αντικείμενο, αλλά τον σταυρικό του θάνατο, με όλα τα πνευματικά οφέλη του για μάς. Επίσης υποστηρίζουν ότι η προσκύνηση των διαφόρων σταυρών του εμπορίου οδηγεί στην ειδωλολατρία και είναι αντίθετη με τον λόγο του Χριστού που λέει, ότι οι αληθινοί προσκυνητές πρέπει να προσκυνούν τον Πατέρα “εν πνεύματι και αληθεία”.

Διδάσκουν ακόμη ότι το να θεωρούμε οποιονδήποτε μικρό ή μεγάλο, χρυσό ή ξύλινο σταυρό, σαν φυλακτό, είναι αντίθετο με τον Λόγο του Θεού που μας λέει ότι η προσευχή μας δεν πρέπει να είναι στραμμένη σε αντικείμενα, αλλά στον Ουράνιο Πατέρα και στον ζωντανό Κύριό μας Ιησού Χριστό. Η νίκη στον πιστό έρχεται με την δύναμη του αίματος του Κυρίου. Αυτό πρέπει να επικαλούμαστε κατά του πονηρού. Οι Απόστολοι χρησιμοποιούσαν μόνο το όνομα του Ιησού Χριστού. Αυτό μπορούμε και εμείς να χρησιμοποιούμε κατά του πονηρού.

Διδάσκουν ότι το να κάνουμε το σημείο του σταυρού σαν προσευχή, δεν είναι σύμφωνο με τον λόγο του Θεού που μας λέγει ότι ο Θεός δεν θέλει τις συμβολικές μας χειρονομίες, αλλά την ζωντανή από την καρδιά προσευχή μας. Και προσευχή σημαίνει κάτι να πεις στον Θεό. Αληθινός Χριστιανός είναι αυτός που σηκώνει τον σταυρό του καθημερινά και ακολουθεί τον Χριστό. Δεν χρησιμοποιεί τον σταυρό σαν κόσμημα, αλλά μεταφορικά τον βαστά στον ώμο του και αρνείται την αμαρτωλή ζωή.


Τί λέει σύμφωνα με τους Πεντηκοστιανούς η Καινή Διαθήκη για τον σταυρό;

Σύμφωνα με τις απόψεις των Πεντηκοστιανών η Καινή Διαθήκη λέει ότι ο Χριστός πέθανε πάνω στον σταυρό σαν κακούργος. Ο θάνατός του πολύ σκληρός και οδυνηρός. Εμείς έπρεπε να πεθάνουμε για τις αμαρτίες μας. Ωστόσο όμως ο σταυρός ως αντικείμενο δεν έχει καμιά ιδιαίτερη αξία για μας ούτε υπάρχει η δυνατότητα να συνδέεται ένα αντικείμενο με την σωτηρία μας. Πραγματικός μαθητής του Χριστού είναι αυτός που συνδέει την ζωή του όχι με την σταυρική θυσία του Ιησού, αλλά με το αίμα του Κυρίου.


Απόψεις Πεντηκοστιανών κύκλων:

- Ότι οι πρώτοι Χριστιανοί δεν χρησιμοποιούσαν το σημείο του σταυρού.

- Ότι από τον δεύτερο μ.Χ. αιώνα άρχισε ο σταυρός να χρησιμοποιείται σαν αντικείμενο, σαν σύμβολο σε τοίχους, σκεύη, κοσμήματα και σαν χειρονομία που γινόταν στο μέτωπο και στο στήθος.

- Η προσκύνηση του σταυρού άρχισε από τον τέταρτο αιώνα και μετά.

- Ήταν γνωστός σε ειδωλολατρικούς λαούς, είχε θρησκευτική σημασία και χρησιμοποιούταν σαν ιερό σύμβολο.

- Μέχρι τον έκτο μ.Χ. αιώνα οι σταυροί ήταν απλοί χωρίς εσταυρωμένο. Ο εσταυρωμένος άρχισε να τοποθετείται με απόφαση της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου το 691 μ.Χ.



 Ορθόδοξη κριτική και άποψη

“Ημείς δε κηρύττομεν Χριστόν εταυρωμένον... Θεού δύναμιν”. Ο εσταυρωμένος “δύναμις Θεού”; Μπορεί να υπάρξει κάτι ισχυρότερο;

Γιατί η γη συγκλονίζεται και τρέμει και ο ήλιος αμαυρώνεται κατά την σταύρωση; Μήπως έφτασε το τέλος του κόσμου; Όχι. Αλλά δεν μπορούσε διαφορετικά να συμβεί. Γιατί “ο επί του σταυρού αποθανών ως άνθρωπος, ως Θεός φέρει τα πάντα τω ρήματι της δυνάμεως αυτού”. “Το ασθενές του Θεού ισχυρότερον των ανθρώπων εστί”, βεβαιώνει ο Απόστολος Παύλος. Απ’ αυτό πηγάζει τόση δύναμη, ώστε να μην μπορεί να συγκριθεί η δύναμη όλων των ανθρώπων. Με την δύναμη του εσταυρωμένου νικά ο Χριστιανός την αμαρτία. Με την δύναμη του εσταυρωμένου, ενδυναμώνεται ο θλιβόμενος. Ο θάνατος του Χριστού είναι ακόμη ευεργετικός γιατί ο Υιός φανέρωσε μια υπέρτατη δύναμη με την υποταγή του σε μια υπέρτατη οδύνη. Έτσι κατατρόπωσε τον θάνατο με την ανάσταση.

Μεγάλη λοιπόν η αξία του σταυρού για κάθε Χριστιανό. Ο σταυρός του Κυρίου “ζωή και ανάστασις” προσωπική για κάθε Χριστιανό. Ο σταυρός του Κυρίου, ο φύλακας όλου του κόσμου και σύμβολο της νίκης εναντίον του θανάτου. Δεν ενεργεί ο σταυρός με μαγικό τρόπο, ούτε αναγκαστικά, αλλά με την χάρη των ενεργειών του Χριστού. Δεν πρόκειται για κάτι φονταμενταλιστικό, αλλά για κάτι οντολογικό, που αναγεννά κάθε φορά τον Χριστιανό ακολουθώντας Τον. Μέσω του σταυρού ο Θεός βρίσκεται σε μια σχέση πιο πραγματική με τα πράγματα και με τα κτιστά όντα. Πρόκειται για μια σχέση και παρουσία του Θεού περισσότερο προσιτή που είναι πέρα για πέρα υπερβατικός. Και ας μην ξεχνούμε ότι πρώτοι οι Χριστιανοί με ευλάβεια λέγουν: “Εσταυρώθης δι’ εμέ, ίνα εμοί πηγάσης την άφεσιν. Εκεντήθης την πλευράν, ίνα ζωής αναβλύσης μοι”. Ας μην αναζητούμε αιτία αντιθέσεως με τον Εσταυρωμένο. Εκείνος “χθές και σήμερον και εις τους αιώνας”. Παραμένει ο ίδιος πανάγαθος, πανοικτίρμων, φιλάνθρωπος, θεμέλιος αναντικατάστατος της Οικουμένης καλεί όλους κοντά του: “Δεύτε προς με πάντες”, ανακράζει από το ύψος του σωτηρίου Σταυρού Του.


Αντιλήψεις των Πεντηκοστιανών για την Ιεροσύνη

Οι Πεντηκοστιανοί διδάσκουν ότι οι Ιερείς τοποθετήθηκαν μεταγενέστερα, για να δώσουν στην Εκκλησία εξωτερική ομορφιά και μεγαλοπρέπεια. Δεν πρέπει οι άνθρωποι να γίνονται Ιερείς. Διδάσκουν επίσης ότι και αυτά τα άμφια και τα ιερατικά σκεύη είναι ειδωλολατρικά.

Επίσης υποστηρίζουν ότι, όταν πέθανε ο Χριστός, δεν άφησε διαδόχους. Αντίθετα, επειδή αναστήθηκε και ζει, έχει αμετάθετη την Ιεροσύνη. Είναι τώρα Ιερέας μας στα δεξιά του Θεού. Το Ιερατικό του αξίωμα δεν το άφησε σε κανέναν, αλλά το διατηρεί ακόμη.

Σαν Ιερέας ο Χριστός δεν προσφέρει θυσίες. Προσέφερε τον εαυτό Του θυσία στον Σταυρό για μας μια φορά και έφερε τέλεια λύτρωση με το αίμα Του. Τώρα δεν προσφέρει καμιά θυσία, παρά μόνον μεσιτεύει στον Θεό για την σωτηρία μας.
Ιεροσύνη
Δέχονται ότι Ιερείς υπήρχαν μόνον στην Παλαιά Διαθήκη. Στην Χριστιανική Εκκλησία δεν πρέπει να υπάρχουν Ιερείς για λειτουργοί της, επειδή αυτό είναι αντίθετο με το θέλημα του Θεού και τον λόγο Του. Ένας είναι ο διορισμένος από τον Θεό Ιερέας της Χριστιανικής Εκκλησίας και αυτός είναι ο Ιησούς Χριστός. Η Εκκλησία ποιμαίνεται από τους πιστούς εργάτες που ονομάζονται πρεσβύτεροι, ποιμένες ή επίσκοποι. Επίσης, δέχονται την γενική Ιεροσύνη, την οποία έχουν όλοι οι πιστοί.

Σε καμιά περίπτωση δεν τελείται από Ιερέα θεία Ευχαριστία. Απλώς από τον υπεύθυνο “εργάτη” της Κοινότητος, ο οποίος δεν χειροτονείται, αλλά εκλέγεται, τελείται κάτι σαν αναπαράσταση θείας Ευχαριστίας. Δηλαδή, εμβαπτίζουν τον άρτο στον οίνο, κατά την διάρκεια και προς το τέλος της λατρείας τους, χωρίς ευχή ή επίκληση και πιστεύουν ότι αυτό είναι κάτι συμβολικό και σε καμιά περίπτωση Σώμα και Αίμα Χριστού.

Αντίθετα, στην Ορθόδοξη Εκκλησία δίδουμε μεγάλη σημασία στην Ιεροσύνη, αφού ο Χριστός ως διαδόχους άφησε τους αποστόλους και οι απόστολοι τους Επισκόπους και αυτοί χειροτονούν τους Ιερείς.

Η σημαντική εντολή του Κυρίου στον Απόστολο Πέτρο: “Ποίμαινε τα πρόβατά μου”, ερμηνεύεται κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο με τον ακόλουθο τρόπο. Ο Χριστός δεν ζήτησε από τον Απόστολο να φροντίσει για την προσωπική του πνευματική προκοπή, αλλά για την οικοδομή του ποιμνίου του Χριστού. Η Ιεροσύνη είναι ό,τι υψηλότερο, αφού η υψίστη αποστολή του Ιερατείου είναι η έκφραση της αγάπης του Ιερέα απέναντι στον Χριστό.

Ο Ιερέας αντιπροσωπεύει τον Ίδιο τον Χριστό και ενώνει ουρανό και γη με την τέλεση των μυστηρίων. Μόνον μέσω του Ιερέως αξιώνεται ο πιστός να κοινωνήσει του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, για το οποίο ο Ίδιος ο Χριστός είπε κατηγορηματικά: “αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη φάγητε την σάρκα του Υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς. ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον, και εγώ αναστήσω αυτόν τη εσχάτη ημέρα. η γαρ σάρξ μου αληθώς εστι βρώσις, και το αίμα μου αληθώς εστι πόσις. ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ” (Ιω. ς’, 51). Ακόμη, μόνον με την παρέμβαση του Ιερέως δια του μυστηρίου της εξομολογήσεως μπορεί ο πιστός να απαλλαγή από τις αμαρτίες του, κατά τον Κυριακό λόγο: “λάβετε Πνεύμα Άγιον. αν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς? αν τινων κρατήτε, κεκράτηνται” (Ιω. κ’, 22-23).

Ο Ιερέας πρέπει να είναι χειροτονημένος κατά την αποστολική διαδοχή και μόνον τότε έχει το χάρισμα της Ιεροσύνης, καθώς το βλέπουμε στις Πράξεις των Αποστόλων: “χειροτονήσαντες δε αυτοίς πρεσβυτέρους κατ’ εκκλησίαν, προσευξάμενοι μετά νηστειών παρέθεντο αυτούς τω Κυρίω” (ιδ’, 23). Και κατά τους Αποστολικούς λόγους: “μή αμέλει του εν σοί χαρίσματος, ο εδόθη σοι δια προφητείας μετά επιθέσεως των χειρών του πρεσβυτερίου” (Α’ Τιμ. δ’, 14), και “καταστήσης κατά πόλιν πρεσβυτέρους ως εγώ σοι διεταξάμην” (Τιτ. α’, 5).


Απόψεις των Πεντηκοστιανών για τα μνημόσυνα

Γιατί γίνονται τα μνημόσυνα σύμφωνα με τους Πεντηκοστιανούς.

Οι Πεντηκοστιανοί κατακρίνουν την διδασκαλία της Εκκλησίας για τα μνημόσυνα. Η αντίληψη δε που έχουν για την διδασκαλία της Εκκλησίας μας είναι μάλλον μονομερής και όχι ολοκληρωμένη. Κατακρίνουν λοιπόν την αντίληψη ότι μετά τον θάνατο η ψυχή δεν πάει αμέσως στον Θεό, αλλά περνάει από διαφόρους σταθμούς, που λέγονται “εναέρια τελώνια”. Εκεί γίνεται εξέταση της ζωής του νεκρού από πνεύματα και αγγέλους. Όταν οι άγγελοι παίρνουν την ψυχή την οδηγούν σε τρεις ημέρες στον θρόνο του Θεού. Σε εννέα ημέρες αφού την πάρουν την οδηγούν πάλι στον θρόνο του Θεού και προσκυνεί. Στις σαράντα ημέρες ο Θεός αποφασίζει που πρέπει να τοποθετηθεί η ψυχή.

Τα μνημόσυνα είναι αποστολική παράδοση;

Οι Πεντηκοστιανοί απαντούν ότι δεν είναι, αλλά έχουν ειδωλολατρική προέλευση. Και σύμφωνα και με τις αρχές τους, τίποτε δεν γίνεται παραδεκτό εκτός της Αγιογραφικής μαρτυρίας. Από την συνήθεια των ειδωλολατρών, λένε, επηρεάστηκαν και οι Χριστιανοί και άρχισαν να τελούν την 3η και 9η και την 40η ημέρα μετά τον θάνατο μνημόσυνα.

Είναι κακό να τελούνται τα μνημόσυνα;

Αφού λοιπόν δεν δέχονται την αποστολικότητα και εκκλησιαστικότητα των μνημοσύνων, επόμενο είναι και να θεωρούν αρνητικές τις συνέπειες από την τέλεσή τους. Με τα μνημόσυνα, λένε, δίνεται η εντύπωση στους πιστούς ότι, και να μην έχουν ευαρεστήσει τον Θεό οι κεκοιμημένοι συγγενείς και φίλοι τους, με την προσευχή των ζώντων θα συγχωρεθούν και θα αναπαυθούν. Έτσι καλλιεργείται η μάταια, κατ’ αυτούς, ελπίδα στην μεταθανάτια βοήθεια και παραμελούν οι πιστοί την ετοιμασία της ψυχής τους. Αποτέλεσμα είναι να χάνονται αιώνια με την “πλάνη”, όπως την χαρακτηρίζουν, των μνημοσύνων.

Ορθόδοξη θεώρηση τών μνημοσύνων.

Το Σώμα της Εκκλησίας είναι σώμα “ζώντων και τεθνεώτων”. Δηλαδή, δεν υπάρχουν οντολογικά νεκροί για την Εκκλησία μας, δεν υπάρχουν νεκροί για τον Θεό –“ουκ εστίν ο Θεός Θεός νεκρών, αλλά ζώντων” (ενν. οι Προπάτορες) (Ματθ. κβ', 32)– αλλά υπάρχουν άνθρωποι που ζουν σε μια προσωρινή “αφύσικη” κατάσταση, αφού η ψυχή έχει χωρισθεί προσωρινά από το σώμα, χωρίς να έχει χαθεί το πρόσωπο, όπως φαίνεται και στην παραβολή του πτωχού Λαζάρου. Η σχέση αυτή αποτελεί ισχυρή πίστη των μελών αυτού του Σώματος, που στηρίζεται και στην Αγία Γραφή και στις εμπειρίες των Αγίων. Οι δεήσεις, δηλαδή τα μνημόσυνα, για τα μέλη που έχουν κοιμηθεί, αποτελούν υπέρτατη εκδήλωση αγάπης και κορύφωση της ελπίδος στην συνοχή του Σώματος της Εκκλησίας και στην ζωή και μετά τον θάνατο.

Ο άγιος Νεκτάριος ερμηνεύει μέσα σε ορθόδοξα πλαίσια το σχετικό λόγιο του Κυρίου, “ουκ αφεθήσεται αυτώ, ούτε εν τω νυν αιώνι, ούτε εν τω μέλλοντι” (Ματθ. ιβ', 32) καθώς και το χωρίο της προς Τιμόθεον Β' επιστολής του Αποστόλου Παύλου, όπου ο Απόστολος εύχεται υπέρ της ψυχής του κεκοιμημένου Ονησιφόρουδώη αυτώ Κύριος ευρείν έλεος παρά Κυρίου εν εκείνη τη ημέρα” (Β' Τιμ. α', 18).

Τα μνημόσυνα κατά την θεία Λειτουργία αποτελούν μυστήρια που χαρακτηρίζουν την ένωση του Σώματος της Εκκλησίας. Ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης τονίζει ότι κατά την τέλεσή τους έπρεπε οι κατηχούμενοι να αποχωρήσουν, γεγονός που φανερώνει τον μυστηριακό χαρακτήρα τους. Έτσι μόνον τα ενεργά μέλη του Σώματος μπορούν να τα κατανοούν. Τα μνημόσυνα έχουν αναφορά στον Χριστό, την Δευτέρα Παρουσία Του και την ανάσταση των νεκρών.

Και βέβαια, πολλοί εκπρόσωποι του σχολαστικισμού θεωρούν τα μνημόσυνα απλές τελετές, χωρίς καμιά ωφέλεια για τους νεκρούς, και πολύ περισσότερο αρνούνται τον μυστηριακό χαρακτήρα τους.

Εμείς πάντως γνωρίζουμε πόσο σημαντική είναι η ωφέλεια των μνημοσύνων όχι μόνον για τους νεκρούς, αλλά και για τους προσευχομένους γι’ αυτούς πιστούς στα πλαίσια του Σώματος της Εκκλησίας.