Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012

Ιεροσύνη- Απόστολοι- Αποστολική Διαδοχή- Η αποστολική διαδοχή ως κριτήριο γνησιότητας- Περί ανύπαρκτης αποστολικής διαδοχής των Προτεσταντικών ομολογιών.




Ως πρόλογος.
«Ας μας δείξουν την αρχή των εκκλησιών τους, ας ξεδιπλώσουν μπροστά μας τους καταλόγους των επισκόπων που ακολουθούν διαδοχικά από την αρχή, ώστε ο πρώτος τους επίσκοπος θα έχει ως προστάτη και προκάτοχο του κάποιον από τους Αποστόλους ή τους αποστολικούς άνδρες, οι οποίοι συνδέονται σταθερά με τους Αποστόλους. Αυτός είναι ο τρόπος, με τον οποίο οι αποστολικές Εκκλησίες μεταβιβάζουν τους επισκοπικούς καταλόγους τους».  (Τερτυλλιανός, De praescriptione haereticorum).


Ιεροσύνη.

Μας ρωτάνε οι ετερόδοξοι πολλές φορές, που λέγεται κάποιος απόστολος ‘’ιερέας’’ στην Αγία Γραφή. Το ερώτημα αυτό δεν έχει σωστές βάσεις. Διότι, πολλά βασικά δόγματα που αποδεχόμαστε, δεν υπάρχουν κατά λέξη στην Αγία Γραφή. Υπάρχει όμως το νόημά τους. Για παράδειγμα, η λέξη ‘’ομοούσιος’’ δεν υπάρχει πουθενά στην Αγία Γραφή, υπάρχει όμως η έννοια. Ούτε η λέξη ‘’Τριάδα’’ υπάρχει, αλλά υπάρχει το νόημά της. Βασικά δόγματα πίστεως, τουλάχιστον για το μεγαλύτερο μέρος του Χριστιανικού κόσμου, τα δεχόμαστε χωρίς να υπάρχουν αυτολεξεί στην Αγία Γραφή. Όμως, η ‘’ ειδική ιεροσύνη’’, υπάρχει και ως έννοια, αλλά και ως λέξη στην Αγία Γραφή.

i) Αναφορά στην έννοια της ‘’ειδικής ιεροσύνης’’.
Η έννοια της ιεροσύνης προκύπτει από το θυσιαστήριο που αναφέρεται στην προς Εβραίους επιστολή ιγ 10. «Έχομεν θυσιαστηριον εξ ου φαγειν ουκ εχουσιν εξουσιαν οι τη σκηνη λατρευοντες». Από αυτό το θυσιαστήριο, κάτι τρώμε που δεν έχουν εξουσία να φάνε όσοι δεν πιστεύουν στον Χριστό. Παρακάτω, λέει μεν για ‘’θυσία αινέσως’’, που όμως είναι άλλου είδους θυσία και που καμία σχέση δεν έχει με το θυσιαστήριο από το οποίο μεταλαμβάνουν οι Χριστιανοί. Στο θυσιαστήριο γίνεται η αναίμακτη θυσία, προσφέροντας οι πιστοί άρτο και οίνο. Για αυτό το λόγο λέμε στην Θ. Λειτουργία· «τα Σα εκ των Σων Σοι προσφέρομεν». Ο Χριστός, όταν παρέδιδε το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, είπε· «λαβετε φαγετε τουτο εστιν το σωμα μου» και «πιετε εξ αυτου παντες τουτο γαρ εστιν το αιμα μου το της καινης διαθηκης το περι πολλων εκχυνομενον εις αφεσιν αμαρτιων». Στον Μαλαχία, αναφέρεται για την Μεσσιανική εποχή όπου ο Θεός θα καλέσει όλα τα έθνη· «απ ανατολων ηλιου εως δυσμων το ονομα μου δεδοξασται εν τοις εθνεσιν και εν παντι τοπω θυμιαμα προσαγεται τω ονοματι μου και θυσια καθαρα διοτι μεγα το ονομα μου εν τοις εθνεσιν λεγει Κυριος Παντοκρατωρ». (Μαλαχίας, α 11). Όπου υπάρχει θυσιαστήριο και θυσία, εκεί χρειάζεται και ιερέας. Και φυσικά, η επανάληψη της Θείας Ευχαριστίας, δεν σημαίνει επανάληψη της «άπαξ γενομένης» θυσίας του Κυρίου. Απλά, συμμετέχουμε σε εκείνη τη θυσία που έγινε μια φορά, κατά την εντολή του Χριστού «τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν». Ο απ Παύλος διδάσκει· «οσάκις γαρ αν εσθίητε τον άρτον τούτον και το ποτήριον τούτο πίνητε, τον θάνατο του Κυρίου καταγγέλετε, άχρις ου αν έλθει» (Α Κορινθίους, ια 26).   

ii) Αναφορά της λέξης ‘’ιερέας’’.
Έχουμε γενική και ειδική ιεροσύνη. Το επίμαχο, το οποίο σχετίζεται άμεσα με την Αποστολική διαδοχή, είναι η ειδική ιεροσύνη και για αυτό επικεντρώνουμε εκεί τα γραφόμενά μας. Ο Χριστός, στην προς Εβραίους επιστολή ονομάζεται ιερέας και αρχιερέας. Επειδή είναι αρχηγός των ιερέων. Όπως ονομάζεται και Αρχιποιμήν, επειδή είναι ο αρχηγός των ποιμένων. Ο Ιερεμίας προφητεύει για την μεσσιανική εποχή και λέει ότι στην εποχή του Μεσσία, θα υπάρχουν ιερείς και λευίτες λειτουργοί. «Ιδού, έρχονται ημέραι, λέγει Κύριος, και θέλω εκτελέσει τον αγαθόν εκείνον λόγον, τον οποίον ελάλησα περί του οίκου Ισραήλ και περί του οίκου Ιούδα. Εν ταις ημέραις εκείναις και εν τω καιρώ εκείνω θέλω αναβλαστήσει εις τον Δαβίδ βλαστόν δικαιοσύνης, και θέλει εκτελέσει κρίσιν και δικαιοσύνην εν τη γη. Εν εκείναις ταις ημέραις ο Ιούδας θέλει σωθή και η Ιερουσαλήμ θέλει κατοικήσει εν ασφαλεία· και τούτο είναι το όνομα, με το οποίον θέλει ονομασθή, Ο Κύριος η δικαιοσύνη ημών. Διότι ούτω λέγει Κύριος· Δεν θέλει λείψει από του Δαβίδ άνθρωπος καθήμενος επί τον θρόνον του οίκου Ισραήλ· ούτε από των ιερέων των Λευϊτών θέλει λείψει άνθρωπος ενώπιόν μου, διά να προσφέρη ολοκαυτώματα και να καίη προσφοράς εξ αλφίτων και να κάμνη θυσίας πάσας τας ημέρας. Και έγεινε λόγος Κυρίου προς τον Ιερεμίαν λέγων, Ούτω λέγει Κύριος· Εάν ήναι δυνατόν να καταλύσητε την διαθήκην μου της ημέρας και την διαθήκην μου της νυκτός, ώστε να μη ήναι πλέον ημέρα και νυξ εν τω καιρώ αυτών, τότε θέλει δυνηθή να καταλυθή και η διαθήκη μου η προς τον Δαβίδ τον δούλον μου, ώστε να μη έχη υιόν διά να βασιλεύη επί του θρόνου αυτού, και η προς τους Λευΐτας τους ιερείς, τους λειτουργούς μου». (Ιερεμίας, λγ 14-21).

Ο Ησαίας, προφητεύει επίσης, ότι από τα έθνη που γίνονται πιστοί, μερικοί από αυτούς θα γίνουν ιερείς και λευίτες. «Και θέλω στήσει σημείον μεταξύ αυτών· και τους σεσωσμένους εξ αυτών θέλω εξαποστείλει εις τα έθνη, εις Θαρσείς, Φούλ και Λούδ, οίτινες σύρουσι τόξον, εις Θουβάλ και Ιαυάν, εις τας νήσους τας μακράν, οίτινες δεν ήκουσαν την φήμην μου ουδέ είδον την δόξαν μου· και θέλουσι κηρύξει την δόξάν μου μεταξύ των εθνών. Και θέλουσι φέρει πάντας τους αδελφούς σας εκ πάντων των εθνών προσφοράν εις τον Κύριον, επί ίππων και επί αμαξών και επί φορείων και επί ημιόνων και επί ταχυδρόμων ζώων, προς το άγιόν μου όρος, την Ιερουσαλήμ, λέγει Κύριος, καθώς τα τέκνα του Ισραήλ φέρουσι την εξ αλφίτων προσφοράν εν καθαρώ αγγείω προς τον οίκον του Κυρίου. Και προσέτι θέλω λάβει εξ αυτών ιερείς και Λευΐτας, λέγει Κύριος» (Ησαίας, ξστ 19-22).

Η ιεροσύνη του Χριστού είναι αμετάθετη γιατί ο Χριστός δεν πεθαίνει πια. «δια το μενειν αυτον εις τον αιωνα απαραβατον εχει την ιερωσυνην» (Εβραίους, ζ 24). Δεν έχει διάδοχο στην ιεροσύνη, έχει όμως αντιπροσώπους και πρεσβευτές, όπως ένας βασιλιάς έχει πρεσβευτές του σε διάφορα μέρη. Το ίδιο συμβαίνει και με το ‘’Διδάσκαλος’’. Ενώ διδάσκαλος είναι μόνο ο Χριστός, («εις γαρ εστιν υμων ο διδασκαλος ο Χριστος» Ματθαιος κγ 8), ο ίδιος έδωσε αντιπροσώπους διδασκάλους
και αυτος εδωκεν τους μεν αποστολους τους δε προφητας τους δε ευαγγελιστας τους δε ποιμενας και διδασκαλους» Εφεσίους δ 11).


Για τους αποστόλους

Οι απόστολοι είχαν ιεροσύνη διότι τελούσαν την Θεία Ευχαριστία που έχει χαρακτήρα θυσίας. Επομένως, στην αποστολική ιδιότητα, υπάρχει και η ιεροσύνη.

Αποστολική διαδοχή.
Αποδεικνύεται με τους επισκοπικούς καταλόγους. Έχουμε γενική και ειδική ιεροσύνη. Η διαδοχή βρίσκεται και τους τρείς βαθμούς της ειδικής ιεροσύνης. Ο Χριστός έκλεξε και απέστειλε τους αποστόλους. Εκείνοι μετέδωσαν την χάρη αναφορικά με την διαχείριση των εκκλησιαστικών πραγμάτων, όπως την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας, το βάπτισμα, το κήρυγμα κα, δια της επιθέσεως των χειρών σε άλλους. Αυτά φαίνονται καθαρά στις ποιμαντορικές επιστολές του απ Παύλου (Α, Β Τιμοθέου, και προς Τίτον). «μη αμελει του εν σοι χαρισματος ο εδοθη σοι δια προφητειας μετα επιθεσεως των χειρων του πρεσβυτεριου» (Α Τιμοθέου, δ 14). «δι ην αιτιαν αναμιμνησκω σε αναζωπυρειν το χαρισμα του θεου ο εστιν εν σοι δια της επιθεσεως των χειρων μου»(Β Τιμοθέου, α 6). «τουτου χαριν κατελιπον σε εν Κρητη ινα τα λειποντα επιδιορθωση και καταστησης κατα πολιν πρεσβυτερους ως εγω σοι διεταξαμην» (Τίτος, α 5). «χειροτονησαντες δε αυτοις πρεσβυτερους κατ’ εκκλησιαν και προσευξαμενοι μετα νηστειων παρεθεντο αυτους τω Κυριω, εις ον πεπιστεύκασι» (Πράξεις, ιδ 23). Και εκείνοι σε άλλους, δημιουργώντας μια αδιάσπαστη αλυσίδα και σειρά αλληλοδιαδόχων. Η διαδοχή είναι τελετουργική διότι γίνεται με επίθεση των χειρών. Δεν είναι διαδοχή του Ααρών, διότι εκεί η ιεροσύνη καταργήθηκε. Δεν είναι ούτε διαδοχή του Χριστού, διότι έχει αμετάθετη την ιεροσύνη. Είναι αντιπροσώπευση. Προτυπώνεται από την ιεροσύνη του Μελχισεδέκ (ψαλμός ρι 4). «ωμοσεν Κυριος και ου μεταμεληθησεται συ ει ιερευς εις τον αιωνα κατα την ταξιν Μελχισεδεκ». Ο Επίσκοπος πρέπει να έχει ορθή πίστη , καθώς γράφει ο απ Παύλος στον Τιμόθεο· «Ω Τιμοθεε, την παρακαταθηκην φυλαξον, εκτρεπομενος τας βεβηλους κενοφωνιας και αντιθεσεις της ψευδωνυμου γνωσεως, ην τινες επαγγελλομενοι περι την πιστιν ηστοχησαν» (Α Τιμοθέου, στ 20-21). Η αποστολική διαδοχή και η ορθή πίστη αλληλοστηρίζονται και αλληλοπρουποθέτωνται. Οι χειροτονίες των κακών λειτουργών, σε περίπτωση που δεν έχουν καθαιρεθεί, ισχύουν όπως και τα μυστήρια που τελούν. Απόδειξη, ο αρχιερέας Καιάφας ο οποίος είχε διαδοχή στην Ααρωνική ιεροσύνη και που πρωτοστάτησε στην δίκη κατά του Χριστού.  Η Γραφή λέει ότι προφήτευσε μόνο και μόνο επειδή ήταν αρχιερέας, αν και ήταν αντίχριστος. «τουτο δε αφ’ εαυτου ουκ ειπεν, αλλα αρχιερευς ων του ενιαυτου εκεινου προεφητευσεν» (Ιωάννης, ια 51). Το μυστήριο δεν εξαρτάται από το ποιόν του λειτουργού. Υπάρχει κανονικά η διαδοχή. Μόνο σε περίπτωση καθαίρεσης, τότε δεν ισχύει τίποτα.


Η αποστολική διαδοχή είναι ένα από τα κριτήρια διαχωρισμού της Εκκλησίας από την αίρεση, κατά την αρχαία Εκκλησία.

Αναφέροντας για παράδειγμα, ο καθηγητής Βλ. Φειδάς, τα μέτρα που πήρε η Εκκλησία προκειμένου να αντιμετωπίσει τα αιρετικά Γνωστικά κινήματα, αναφέρει ανάμεσα στα άλλα και το κριτήριο της αποστολικής διαδοχής.

«Το γεγονός ότι ο φιλοσοφικό-θρησκευτικός συγκρητισμός των συρο-αιγυπτιακών γνωστικών συστημάτων δεν περιορίστηκε μόνο στο θεωρητικό πεδίο, αλλά αναπτύχθηκε και σε οργανωμένες κοινότητες με ιδιαίτερη ιεραρχία, λατρεία, μυστηριακές πράξεις, τελετές, μουσική, άσμα, ποίηση, σκηνική τέχνη κα, κατέστησε επιτακτική την ανάγκη οργανώσεως της άμυνας της Καθολικής Εκκλησίας εναντίον της επικίνδυνης αυτής απειλής. Πέρα από την ενίσχυση των  εκκλησιολογικών δομών ή των θεολογικών κριτηρίων, η αποστολική διαδοχή, τα βαπτιστήρια σύμβολα και ο κανόνας της Αγίας Γραφής αναφέρονται κυρίως στην πληρέστερη  οργάνωση της αυθεντικής ενότητας όχι μόνο κάθε τοπικής εκκλησίας, αλλά και της ανά την οικουμένη Καθολικής Εκκλησίας». (Εκκλησιαστική Ιστορία Βλ. Φειδά, Ά τόμος, σελ. 224-225).

Τα ίδια αναφέρει και σε άλλο σημείο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, γενικότερα για τις αιρέσεις.

«Η λειτουργία του συνοδικού συστήματος είτε για τη χειροτονία επισκόπου ή και για την αντιμετώπιση σοβαρών εκκλησιαστικών ζητημάτων ευνόησε και την προβολή της ιδιαίτερης αυθεντίας ορισμένων τοπικών εκκλησιών ως προς τη γνησιότητα της αποστολικής παραδόσεως, ή οποία είχε διαφυλαχθεί από αυτές. Αυτό ήταν ευνόητο, αφού οι αιρετικοί νόθευαν την αποστολική παράδοση. Ορισμένες τοπικές εκκλησίες μπορούσαν ευχερώς να αποδείξουν τη νοθεία αυτή τόσο με την αντιπαράθεση των γραπτών μνημείων, τα οποία εφυλάσσοντο από αυτές, όσο και με την απόδειξη της γνησιότητας της βιουμένης σε αυτές παραδόσεως δια της αναγωγής της αποστολικής διαδοχής μέχρι τους αποστολικούς χρόνους. Πράγματι, ήδη κατά τον Β αιώνα αναγνωρίζονταν μια σαφής προτίμηση της μαρτυρίας ορισμένων εκκλησιών ως προς την αυθεντικότητα της αποστολικής παραδόσεως. Η μαρτυρία τους είχε ιδιάζουσα σημασία για την αναίρεση της αιρετικής πλάνης, λόγω και των αποδεδειγμένων με την αδιάκοπη αποστολική διαδοχή αποστολικών καταβολών των εκκλησιών αυτών» (Εκκλησιαστική Ιστορία Βλ. Φειδά, Ά τόμος, σελ. 194-195).

Ο Ηγήσιππος (δεύτερο προς τρίτο αιώνα), έγραψε πέντε υπομνήματα απολογητικού περιεχομένου τα οποία δεν μας σώζονται ακέραια. Σώζονται ορισμένα αποσπάσματα από αυτά. Ο Μπαλάνος, στην πατρολογία του αναφέρει· «Το έργον τούτο, απολογητικού περιεχομένου, εζήτει να καταδείξει επι τη βάση ιστορικού υλικού και επισκοπικών καταλόγων, εναντίον των αιρετικών ισχυρισμών, ότι η αληθής παράδοσις ευρίσκεται μόνον εν τη Εκκλησία, διατηρηθείσα δια της συνεχούς και αδιακόπου διαδοχής του επισκοπικού αξιώματος μέχρι των αποστόλων» (Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων, τόμος 5, σελίδα 81).

Ο άγιος Ειρηναίος της Λυών (μεταποστολικός Πατέρας του δεύτερου προς τρίτου αιώνα) λαμβάνει υπόψη του την αποστολική διαδοχή. Στο τρίτο βιβλίο του κατά Αιρέσεων, αφού αναφέρει πρόσωπα που είχαν διαδοχή αποστολική, γράφει· ‘’ Τη αυτή τάξει και τη αυτή διαδοχή ητε από των αποστόλων  εν τη Εκκλησία παραδοσι και το της αληθείας κήρυγμα κατήντηκεν εις ημάς’’. (Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων 5, 143).

Ο καθηγητής θεολογίας Γ. Φλορόφσκι (1893- 1979), στο βιβλίο του ‘’Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις’’, αναφέρει συμπληρωματικά για τον άγιο Ειρηναίο· «Η αγαπημένη φράσις του Ειρηναίου ήταν ο ‘’κανών της αληθείας’’. Αυτός βεβαίως ο κανών δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η μαρτυρία και το κήρυγμα των Αποστόλων, που ήταν αποτεθειμένη εις την Εκκλησίαν και εμπεπιστευμένην εις αυτήν από τους Αποστόλους. Αυτό εφυλάχθη πιστώς και μετεβιβάσθη με πλήρη ομοφωνίαν απανταχού δια της διαδοχής των διαπιστευμένων ποιμένων ‘’Εκείνοι που με την επισκοπικήν διαδοχήν έχουν δεχθή το βέβαιον χάρισμα της αληθείας’’…». (σελ. 107, μετάφραση Δ. Τσάμη).

Σχετικά επίσης με τον άγιο Ειρηναίο, ο καθηγητής Στ Παπαδόπουλος αναφέρει στην σελίδα 300  του πρώτου τόμου της πατρολογίας, · ‘’Υπογραμμίζοντας το τελευταίο τούτο, έχει ο Ειρηναίος τον ιστορικό κρίκο μεταξύ Χριστού και μεταποστολικής εκκλησιαστικής Παραδόσεως. Έχει δηλαδή τη δυνατότητα να υποδείξει τις πηγές της παραδόσεως και τη γνησιότητα της δια της κατονομάσεως των προσώπων, που διαδοχικά παραλάμβαναν και παρέδιδαν τη διδασκαλία του Κυρίου και των Αποστόλων. Έτσι δημιουργείται το επιχείρημα της ιστορικής παραδόσεως, την οποία μπορεί κανείς να ελέγξει και να αποδείξει ιστορικά’’. Και προσθέτει · ‘’Ο Ειρηναίος δε θεωρεί τη Γραφή κάτι ξεχωριστό από την Παράδοση, δεν είναι μέγεθος ιδιαίτερο, αλλά όψη, στοιχείο, πλευρά διακεκριμένη (όχι χωρισμένη) στο πλαίσιο της όλης Παραδόσεως, την οποία χαρακτηρίζει στο σύνολό της ‘κανόνα της αλήθειας’, και θεωρεί ‘ακλινή’ και ‘βεβαία’, όρο, κριτήριο, και πλαίσιο ζωής του πιστού. Οι ζωντανοί φορείς της Παραδόσεως έχουν στον Ειρηναίο μεγαλύτερη σημασία από τα κείμενα της ΚΔ, κάτι που ισχύει απόλυτα και για τον Ιγνάτιο. Οι φορείς αυτοί ονομάζονται ‘’επίσκοποι ‘’ ή ‘’πρεσβύτεροι ’’.

Ο Ιππόλυτος Ρώμης (μεταποστολικός Πατέρας του δεύτερου προς τρίτου αιώνα) συνδέει την αρχιερατεία με την αποστολική διαδοχή και την μετάδοση της χάρης του Αγίου Πνεύματος. ‘’…το εν τη Εκκλησία παραδοθέν Άγιον Πνεύμα, ου τυχόντες πρότεροι οι απόστoλoι μετέδοσαν τοις ορθώς πεπιστευκόσιν ων ημείς διάδοχοι τυγχάνοντες της τε αυτής χάριτος μετέχοντες αρχιερατείας τε και διδασκαλίας και φρουροί της Εκκλησίας λελογισμένοι ουκ οφθαλμώ νυστάζoμεν ουδέ λόγον ορθόν σιωπώμεν…’’ (Κατά Πασών αιρέσεων Έλεγχος, ΒΕΠ σ. 199).  


Έχουν αποστολική διαδοχή οι Προτεσταντικές ομολογίες;

Οι διάφορες σημερινές Προτεσταντικές ομολογίες προέρχονται και έχουν τις ρίζες τους από την Διαμαρτύρηση τον 16ο αιώνα. Η Διαμαρτύρηση έγινε κατά των κακοδοξιών του Πάπα. Από εκεί αποσχίστηκαν. Οι Παπικοί διαχώρισαν τον εαυτό τους από την ΜΙΑ Εκκλησία νωρίτερα, το 1054. Ο επίσκοπος Ρώμης είχε αποφασίσει αυθαίρετα, ανεξάρτητα από τους επισκόπους της Ανατολής, ότι θα έπρεπε να έχει υπεροχή έναντι όλων των άλλων επισκόπων. Μονομερώς αποφάσισε, χωρίς την έγκριση Οικουμενικής Συνόδου, ότι αφού ο απόστολος Πέτρος ήταν πρώτος Επίσκοπος Ρώμης (αν και αυτό δεν είναι αποδεδειγμένο), έπρεπε ο ίδιος να έχει εξουσία επί όλων των άλλων επισκόπων. Επίσης, η Εκκλησία στην Δύση αποφάσισε να αλλοιώσει δόγμα πίστεως, το οποίο είναι διατυπωμένο και στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, αλλά και στο σύμβολο της Πίστεως, ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός. Οι δυτικοί πρόσθεσαν ‘’και εκ του Υιού’’ (filioque) , αυθαίρετα και χωρίς να έχει προηγηθεί Οικουμενική σύνοδος. Ο καθηγητής Βλ. Φειδάς αναφέρει· «Η προέλευση της διδασκαλίας περί της εκπορεύσεως του αγ. Πνεύματος όχι μόνο  εκ του Πατρός, αλλά και εκ του Υιού (filioque) συνδεόταν  αναμφιβόλως με τις βησιγοτθικές αρειανικές ρίζες της φραγκικής θεολογίας» (Εκκλησιαστική Ιστορία, ΄Β τόμος, σελ. 96). Έχουμε σαφέστατη νοθεία στον δόγμα της Τριαδικότητας του Θεού, αφού μειώνεται το Πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος και παύει να είναι ισότιμο με τα άλλα δύο. Κατά τον αρχ.  Θεοφίλο Λεμοντζή, «Σε αντίθεση με την ορθόδοξη θεολογία, που παρουσίαζε την ενότητα της Αγίας Τριάδος σε επίπεδο κοινωνίας προσώπων, η δυτική θεολογία τοποθετούσε την ενότητα αυτή σε επί­πεδο ουσίας. Από εδώ γεννήθηκε και το Filioque, που συνεπάγεται σε τελική ανάλυση, τη μείωση του προσώπου του Αγίου Πνεύματος και την υπαγωγή του στην υπηρεσία του συνδέσμου των δύο άλλων προ­σώπων». (Ιχνηλάτης αληθείας). Άλλαξαν δόγμα πίστεως, επομένως έπεσαν σε αίρεση (και αργότερα σε περισσότερες), αποκόπηκαν από μόνοι τους από την ως τότε Μια εκκλησία, και έχασαν την διαδοχή και την χάρη. Δεν φύλαξαν την καλή παρακαταθήκη. Στην επιστολή του Μ Βασιλείου προς τον Αμφιλόχιο ‘’Περί του Αγίου Πνεύματος’’, υπάρχει ο πρώτος κανόνας του Μ Βασιλείου που αναφέρει ανάμεσα στα άλλα· «Οι δε της Εκκλησίας αποστάντες, ουκ έτι έσχον την χάριν του Αγίου Πνεύματος εφ’ εαυτούς· επέλιπε γαρ η μετάδοσις τω διακοπήναι την ακολουθίαν. Οι μεν γαρ πρώτοι αναχωρήσαντες, παρά των Πατέρων έσχον τας χειροτονίας, και δια της επιθέσεως των χειρών αυτών, είχον το χάρισμα το πνευματικόν, οι δε απορραγέντες, λαϊκοί γενόμενοι, ούτε του βαπτίζειν, ούτε του χειροτονείν είχον εξουσίαν, ούτε ηδύναντο χάριν Πνεύματος Αγίου ετέροις παρέχειν» (Πηδάλιο αγ. Νικοδήμου, σελ. 587). Δηλαδή, όσοι αποσχίζονται από την εκκλησία παύουν να έχουν την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Επειδή διακόπτεται η ακολουθία (αποστολική διαδοχή), διακόπτεται και η μετάδοση της Χάριτος. Και συνεχίζει αναφέροντας ότι ενόσω ήσαν χειροτονημένοι, είχαν χάρισμα πνευματικό, αλλά αφού αποσχίστηκαν έγιναν λαϊκοί και έχασαν την εξουσία να βαπτίζουν, να χειροτονούν άλλους, και να μεταδίδουν σε άλλους την χάρη του Αγίου Πνεύματος. 

Και όπως σχολιάζει ο άγιος Νικόδημος, «όταν εν μέλος κοπή από το σώμα, νεκρούται παρευθεύς με το να μη μεταδίδεται πλέον εις αυτό ζωτική δύναμις· τουτοιοτρόπως και αυτοί αφ ου μια φοράν εσχίσθησαν από το σώμα της Εκκλησίας, ενεκρώθησαν παρευθύς, και την πνευματικήν χάριν και ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος έχασαν, μη μεταδιδομένης ταύτης εις αυτούς δια των αφών και συνδέσμων, ήτοι δια της κατά Πνεύμα ενώσεως» (Πηδάλιο, σελ. 589,σημείωση 1η).

Επομένως, όποιος αποκόπτεται από το σώμα της Εκκλησίας, χάνει την χάρη του Αγίου Πνεύματος και ο ίδιος, αλλά και ως προς το να την μεταδίδει δια της χειροτονίας. Ούτε οι Παπικοί έχουν την χάρη της αποστολικής διαδοχής, ούτε οι Προτεστάντες που προέκυψαν από αυτούς.