
Αυτή η άγραφη καταρχάς ιερή Αποστολική
Παράδοση λίγο-λίγο στους κατόπιν αιώνες συστηματοποιήθηκε από τους
αγίους Πατέρες της Εκκλησίας και διατυπώθηκε γραπτώς και περιλήφθηκε
στους δογματικούς όρους και τους κανόνες των αγίων Οικουμενικών Συνόδων.
Σε τούτο συντέλεσε και το ότι με την πάροδο των ετών άρχισαν να
διαδίδονται μεταξύ των Χριστιανών εσφαλμένες και ψευδείς διδασκαλίες.
Τότε λοιπόν οι Επίσκοποι της Εκκλησίας μαζεύονταν και συγκροτούσαν
Οικουμενικές Συνόδους. Με οδηγό τη γραπτή διδασκαλία της Αγίας Γραφής
και τη γραπτή ή άγραφη διδασκαλία της Αποστολικής Παραδόσεως, υπό την
έμπνευση, το φωτισμό και την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος εξέταζαν τις
νεοφανείς αιρετικές διδασκαλίες και καταδείκνυαν το ψεύδος και την
πλάνη που υπήρχαν σε αυτές και τις καταδίκαζαν. Έτσι διατύπωναν βάσει
της Αγίας Γραφής και της Αποστολικής Παραδόσεως τα δόγματα και τους
όρους της Πίστεως. Κάθε διδασκαλία, η οποία δεν ήταν σύμφωνη προς όσα οι
άγιοι Απόστολοι δίδαξαν είτε γραπτώς είτε προφορικώς, καταδικαζόταν. Με
τον τρόπο αυτόν, η Ιερή Παράδοση πλουτιζόταν τώρα πλέον με τις εν Αγίω
Πνεύματι αποφάσεις των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων. Στις Οικουμενικές
Συνόδους έλαβαν μέρος μεγάλοι της Εκκλησίας Πατέρες, όπως ο Μέγας
Αθανάσιος στην πρώτη το 325 μ.Χ. στη Νίκαια, ο Θεολόγος Γρηγόριος ο
Ναζιανζηνός στη δεύτερη το 381 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη κλπ.. Αλλά και
όταν αυτοί για οποιονδήποτε λόγο δεν ήταν παρόντες, λαμβάνονταν σοβαρά
υπόψιν τα συγγράμματά τους και η διδασκαλία τους μέχρι σημείου, ώστε
ολόκληρη η έκτη Οικουμενική Σύνοδος να υιοθετεί γνώμες και κανόνες του
Μεγάλου Βασιλείου και να γράφει στον 102ο κανόνα της ότι διατυπώνει την
απόφασή της: «καθώς ὁ ἱερός ἡμᾶς ἐκδιδάσκει Βασίλειος».
Τοιουτοτρόπως η Ιερά Παράδοση βάσει
πάντοτε της Αγίας Γραφής και της Αποστολικής Παραδόσεως και της
λατρευτικής ζωής της ολοένα αναπτυσσομένης Εκκλησίας ολοκληρώθηκε και
συμπληρώθηκε τον όγδοο αιώνα με την έβδομη Αγία και Οικουμενική Σύνοδο
της Νίκαιας το 787 μ.Χ.. Έτσι σύμφωνα με τη ζωή της Εκκλησίας και τη
διδασκαλία της Αγίας Γραφής και της Αποστολικής Παραδόσεως απαρτίσθηκε η
ιερή Εκκλησιαστική Παράδοση, η οποία περιλαμβάνει και μερικά τα οποία
δεν αναφέρονται μεν συγκεκριμένα στην Αγία Γραφή, είναι όμως σύμφωνα με
τη διδασκαλία της.
ΤΙ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ Η ΙΕΡΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Η Ιερή Παράδοση περιέχει ό,τι
διαλαμβάνει και διδάσκει και η Αγία Γραφή, αλλά και κάτι περισσότερο,
μερικά που, όπως και παραπάνω είπαμε, δεν τα έχει η Αγία Γραφή. Να
αναφέρουμε μερικά προς κατατόπισή μας. Το να κτίζουμε τις εκκλησίες μας
και να προσευχόμαστε κατά Ανατολάς δεν το λέει η Γραφή, είναι της
Παραδόσεως. Ομοίως το να κάνουμε το σημείο του Σταυρού, και αυτό της
Παραδόσεως είναι. Η τέλεση του Βαπτίσματος, όπως γίνεται, η ευλογία του
ύδατος της ιερής κολυμβήθρας, ο νηπιοβαπτισμός, η χρίση του βαπτιζομένου
με άγιο έλαιο, η τριττή κατάδυση στο νερό της κολυμβήθρας, η χρίση και
σφράγιση του βαπτισθέντος με το Άγιο Μύρο, της Παραδόσεως είναι και
αυτά. Από την Παράδοση επίσης είναι ο τρόπος, κατά τον οποίο τελείται η
θεία Λειτουργία, όπως και οι διάφοροι λειτουργικοί τύποι, οι ευχές της
αγίας Αναφοράς και του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων, ο τρόπος της
κοινωνίας των πιστών. Ακόμη οι νεκρώσιμες ακολουθίες, τα μνημόσυνα, τα
μνημονεύματα ζώντων και τεθνεώτων και άλλα. Όλα αυτά τα διδασκόμαστε από
την άγραφη, όπως ήταν στην αρχή, Παράδοση. Και για τα μνημόσυνα λέει ο
άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Οὐκ εἰκῆ ταῦτα (όχι δηλαδή τυχαία και
άσκοπα) ἐνομοθετήθη ὑπό τῶν Ἀποστόλων τό ἐπί τῶν φρικτῶν μυστηρίων
μνήμην γίνεσθαι τῶν ἀπελθόντων».
Αυτή λοιπόν η Ιερή Παράδοση, η οποία
περιλαμβάνει την Αποστολική Παράδοση και την Εκκλησιαστική Παράδοση,
είναι η δεύτερη πηγή της Ορθοδόξου πίστεως. Σαν επίλογος και επισφράγιση
τρόπον τινά της Ιερής Παραδόσεως τέθηκαν από την έβδομη Οικουμενική
Σύνοδο οι εξής λόγοι: «Οἱ προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς
ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ
Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν… ὁ Χριστός ὡς ἐβράβευσεν, οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω
λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν… Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις
τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τήν οἰκουμένην
ἐστήριξε».
Την Ιερή αυτή Παράδοση, έτσι όπως
διαμορφώθηκε οριστικά και τελικά και έκλεισε με την έβδομη Οικουμενική
Σύνοδο, μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει ως πηγή της διδασκαλίας της γνήσια
και ισόκυρη της Αγίας Γραφής. Μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία. Διότι οι μεν
Προτεστάντες έχουν απορρίψει τελείως την Ιερή Παράδοση και αρκούνται
μόνο στην Αγία Γραφή. Και επειδή δεν έχουν ως οδηγό της ερμηνείας της
Αγίας Γραφής την Ιερή Παράδοση, έχουν περιπέσει σε πλήθος κακοδοξιών και
είναι διηρημένοι σε εκατοντάδες κοινοτήτων και παραφυάδων. Οι δε
Ρωμαιοκαθολικοί (Παπικοί) και μετά την έβδομη Οικουμενική Σύνοδο
πρόσθεσαν νέα δόγματα, τα οποία ή είναι σαφώς αντίθετα προς την Αγία
Γραφή και την Ιερή Παράδοση (όπως είναι το δόγμα τους ότι το Άγιο Πνεύμα
εκπορεύεται «και εκ του Υιού», το περίφημο filioque), ή δεν
μαρτυρούνται και δεν στηρίζονται ούτε στην Αγία Γραφή ούτε στην Ιερή
Παράδοση των οκτώ πρώτων αιώνων.
Μόνο λοιπόν η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει τις
δύο αυτές θείες και ουράνιες πηγές της διδασκαλίας της, την Αγία Γραφή
και την Ιερή Παράδοση. Και η μεν Αγία Γραφή είναι γνωστή σε όλους. Της
δε Ιερής Παράδοσης συντομότατη και περιληπτική έκθεση είναι το ιερό
Σύμβολο της Πίστεως, το «Πιστεύω».