Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

ΑΝΤΒΕΝΤΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΤΗΡΗΣΗ ΣΑΒΒΑΤΟΥ


ΑΝΤΒΕΝΤΙΣΤΕΣ

ΚΑΙ ΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ

Η κίvηση ξεκιvάει από τη βάση πώς ο προφητικός λόγος δηλώvει ακριβείς χροvολογίες και δεv αvαφέρεται σε χροvικά διαστήματα κατά προσέγγιση. Στα εδάφια πού στηρίζεται δόθηκαv δεκάδες διαφορετικές ερμηvείες και η μόvη «απόδειξη» για τηv «ορθότητα» της ερμηvείας τωv Αντβεvτιστώv είvαι τα «οράματα» της White.

Αλλά τα «οράματα»αυτά οδήγησαv κατά καιρούς σε αvτιφατικές δοξασίες:

Στηv αρχή δηλώθηκε πώς το «αγιαστήριο» πού επρόκειτο vά «καθαρισθεί» το 1844 ήταν η «εκκλησία» ή και η γη, γι' αυτό και αvεμέvετο τότε η δευτέρα παρουσία του Χριστού (Schlusselbegriffe, σ. 83). Αργότερα διακηρύχθηκε πώς το 1844 η «πόρτα της χάρης» έκλεισε (Μueller 130. 167) και πώς ο Χριστός θα καθυστερούσε μόνο για λίγο: 1845, 1849, 1851. Παρ' όλα αυτά οι Έλληvες οπαδοί ισχυρίζονται πώς η εκκλησία τους ποτέ δεν προσδιόρισε το χρόνο της δευτέρας παρουσίας! (Χριστοφορίδου 44).

Σήμερα η κίνηση κηρύττει πώς το 1844 ο βασιλιάς «προ του γάμου» εισήλθε vά δει αv όλοι οι καλεσμένοι έχουν το ένδυμα του γάμου! (White, Der Grosse Kampf 429-430). Κηρύττει ακόμη πώς η «πόρτα της χάρης» δεν έχει ακόμη κλείσει.

Αλλά και η διδαχή για το Σάββατο δεν είναι σύμφωνη με την διδασκαλία της Γραφής. Το Σάββατο ήταν «σημείον» μεταξύ του Θεού και του λαού Ισραήλ (Έξοδ. λα' 13-17. ΙεΖ. κ' 12. 20), δεν αναφερόταν στη μεσσιανική εποχή. Η φράση «
από Σαββάτου έως άλλου» (Ήσ. ξστ' 23) σημαίνει πώς ο Θεός στη μεσσιανική εποχή θα προσκυνείται όχι μόνο μία μέρα, αλλά όλες τις ημέρες.

Η ευλογία του Σαββάτου αποτελεί σύμβολο της εσχατολογικής ανάπαυσης, της απαλλαγής από τις σωματικές πράξεις και από τη δουλεία της σάρκας. Η εντολή εδόθη στους Ισραηλίτες εξαιτίας της σκληροκαρδίας των, για να αφιερώσoυν τουλάχιστον μία ημέρα στο Θεό, και να επιτρέπουν την ανάπαυση και στους δούλους και στα υποζύγια (Έξοδ. κ' 8-11. Δευτερ. ε' 13-14. Παροιμ. β' 10). Επομένως η θέσπιση του Σαββάτου δεν απέβλεπε στο τέλειο, αλλά στην παιδαγωγία.

Ο Χριστός υπογράμμισε διάφορες εντολές και αρετές, απαραίτητες για τη σωτηρία (Ματθ. ε' 3-12. 19-48), όμως παρέλειψε εντελώς την εντολή του Σαββάτου. Δεν δίστασε να παραβιάσει αυτή την εντολή, με αποτέλεσμα να προκαλέσει την ευσέβεια των Φαρισαίων, ενώ μπορούσε να αναβάλει για μια μέρα τη θαυματουργική του επέμβαση (Μαρκ. β' 27). «Ώστε», υπογραμμίζει, «ο γιος του ανθρώπου είναι Κύριος και του Σαββάτου» (Μαρκ. β' 28).

Η τήρηση λοιπόν του Σαββάτου δεν προηγείται σε κάθε περίπτωση, γι' αυτό και ο Χριστός δεν παίρνει υπόψη του τη φαρισαϊκή υποκρισία. Το Σάββατο έγινε για τον άνθρωπο, δηλαδή του δόθηκε για παιδαγωγία και δεν μπορεί να αποβαίνει σε βάρος του. Γι' αυτό και ο υιός του ανθρώπου δεν δεσμεύεται οπό τέτοιες ανθρώπινες ερμηνείες. Μ' αυτή την έννοια είναι «κύριος και του Σαββάτου». Όμως η οργάνωση των Αντβεντιστών της Εβδόμης Ημέρας αγνοεί τελείως αυτό το «και», με αποτέλεσμα να αλλοιώνεται εντελώς το νόημα των λόγων του Χριστού και να βγάζει το συμπέρασμα πώς το Σάββατο είναι η «ημέρα του Κυρίου», δηλαδή η πραγματική Κυριακή! (Lickey 346-347. Χριστοφορίδου 46-47).

Το γεγονός ότι ο Χριστός δεν τηρούσε το Σάββατο αποτέλεσε αφετηρία διαμάχης, πού κατέληξε στο σταυρικό Του θάνατο (Μαρκ. γ' 6. Ιω. ε' 18. Ζ' 21-25). Γι' αυτό και το Σάββατο έγινε πρόβλημα γιά τούς χριστιανούς, με αποτέλεσμα να απαλλαγούν πολύ γρήγορα από την τήρησή του (πρβλ. Ματθ. ιβ' 1-8. Μάρκ. β' 23-28).

Στην αποστολική σύνοδο δεν θεσπίστηκε η τήρηση του Σαββάτου για τούς χριστιανούς πού προέρχονταν από τα έθνη (Πράξ. ιε' 20. 28-29). Μάλιστα ο απόστολος Παύλος εναντιώθηκε σε μία τέτοια προσπάθεια (Γαλ. δ' 9-10), οι χριστιανοί δεν κρίνονται με βάση την τήρηση της έβδόμης ημέρας (Κολ β' 16-17, πρβλ Ρωμ. ιδ' 5-6).

Με την έλευση του Χριστού δημιουργήθηκε νέα σχέση με τον Θεό, με βάση την υιοθεσία και την αγάπη, πού ξεπερνάει κάθε νομικό πλαίσιο (Ίω. α' 12. Ρωμ. η' 15-17. στ΄ 14. Γαλ δ' 4-7. Α' Τιμ. α' 9). Σ' αυτή τη νέα σχέση ο πιστός αφιερώνει ολόκληρο το χρόνο του στον Θεό, όχι μία μέρα την εβδομάδα.

Η άποψη της κίνησης για την Κυριακή δεν ανταποκρίνεται στα ιστορικά δεδομένα. Oι χριστιανοί δεν έδωσαν στην Κυριακή την ίδια σημασία με το ιουδαϊκό Σάββατο. Η βάση της Κυριακής δεν ήταν η ανάπαυση, αλλά ή τέλεση της θείας ευχαριστίας, το γεγονός της ανάστασης του Χριστού.

Oι απόστολοι πήγαιναν στις ιουδαϊκές συνάξεις για να κηρύξουν την ημέρα του Σαββάτου, όμως για τη λατρεία τους είχαν ξεχωριστές συνάξεις, πού είχαν τις ρίζες τους στη σύναξη με το Χριστό το βράδυ της ημέρας πού αναστήθηκε (Λουκ. κδ' 13-30. Πράξ. ι' 41), ήταν συνεχεία του μυστικού δείπνου και ακολουθούσαν το ίδιο πρότυπο (Α' Κορ. ια' 23-24. Μάρκ. ιδ' 22-25. Λουκ. κδ' 30).

Η άποψη πώς η Κυριακή προήλθε από την αντικατάσταση του Σαββάτου (White, Der Grosse Kαmpf 452. Lickey 264. Χριστοφορίδου 45-46) ή ότι το Σάββατο ονομάστηκε Κυριακή (Άποκ. α' 10) είναι εντελώς αυθαίρετη.

Στην Αγία Γραφή γίνεται φανερό πώς η «κλάσις του άρτου» εγίνετο την πρώτη ημέρα της εβδομάδας (Πράξ. κ' 7. Α' Κορ. ιστ' 2) και ονομάζετο «Κυριακόν δείπνον» (Α' Κορ. ια' 20). Μάλιστα oι χριστιανοί άρχισαν να μετρούν σε συνέχεια την ημέρα αυτή, χαρακτηρίζοντάς την «ογδόη» και δίδοντας σ' αυτήν εσχατολογικό περιεχόμενο (πρβλ Ίω. κ' 26).

Ιστορικές πηγές βεβαιώνουν ότι η «Κυριακή» (Άποκ. α' 10) ή «ημέρα του Κυρίου» ήταν η πρώτη και όχι η έβδόμη ημέρα της εβδομάδος. Ό Ρωμαίος συγγραφέας Πλίνιος (61-114 μ.Χ.) αναφέρει πώς oι χριστιανοί τελούσαν τη λατρεία τους την πρώτη ημέρα της εβδομάδος (Kυrt Hυtten, Seher Grubler Enthυsiαsten 1966-10 σ. 63), η δέ «Διδαχή» χαρακτηρίζει την ημέρα αυτή ως «Κυριακή» (Διδαχή 14, ΒΕΠ 2,220).

Ο άγιoς Ιγνάτιος ( 110) αναφέρει πώς δεν πρέπει να «σαββατίζωμεν ιουδαϊκώς, και αργίαις χαίροντες» (Ίγν., Μαγν. 9, ΒΕΠ 2, 295). Η επιστολή του Βαρνάβα (όχι μετά το 130 μ.Χ) αναφέρει: «ου τα νυν σάββατα εμοί δεκτά, αλλά ό πεποίηκα, εν ω καταπαύσας τα πάντα αρχήν ημέρας ογδόης ποιήσω, ό εστίν άλλου κόσμου αρχή, διό και έχομεν την ημέραν την ογδόην εις ευφροσύνην, εν ή και ο Ιησούς ανέστη εκ νεκρών και φανερωθείς ανέβη εις ουρανούς» (Έπιστ. Βαρν., 15, 8-9, ΒΕΠ 2,240).

Για ογδόη ημέρα γράφει και ο Ιουστίνος ( 163/167), πού μάλιστα δεν την παραλληλίζει με την εβδόμη, αλλά με την πρώτη δημιουργική ημέρα (Ίουστ., Άπολ Α. 67,7, ΒΕΠ 3, 198. Διαλ 138, Ι, ΒΕΠ 3, 335).

Αυτά αποδεικνύουν πώς στην πρώτη Εκκλησία δεν έγινε αντικατάσταση του Σαββάτου με την Κυριακή, ούτε το Σάββατο ονομάσθηκε Κυριακή. Το γεγονός ότι ο 29ος κανόνας της συνόδου της Λαοδικείας στρέφεται εναντίον της αργίας του Σαββάτου αποδεικνύει ότι κατά τον Δ' αιώνα υπήρχαν χριστιανοί πού τηρούσαν το Σάββατο, παράλληλα με τη συμμετοχή τους στη θεία λατρεία της Κυριακής. Αυτό σημαίνει πώς στην καθεμία από τις ημέρες αυτές εδίδετο διαφορετική σημασία!

Όταν ο Μ. Κωνσταντίνος καθιέρωσε την αργία της Κυριακής (221 μ.Χ.) (Εύσεβ., Εις τόν βίον Κωνστ., Δ' 18-22, 181-182), δεν εισήγαγε καμία ουσιαστική μεταβολή στη χριστιανική λατρεία. Η μόνη αλλαγή ήταν πώς η Κυριακή, εκτός από ημέρα λατρείας των Χριστιανών έγινε και κρατική ημέρα αργίας. Τότε άρχισε να παραλληλίζεται με την αργία του Σαββάτου και να γίνεται λόγος για «μετάθεση» της αργίας από το Σάββατο στην Κυριακή (Εύσεβ., Εις Ψαλμ. 91, β'-δ', ΒΕΠ 22, 233 έξ.).

Και η διδασκαλία λοιπόν των Αντβεντιστών για το Σάββατο δεν στηρίζεται ούτε στην πρωτοχριστιανική παράδοση. Στηρίζεται στα οράματα της White.

Η κίνηση υπογραμμίζει μία διαρχία ανάμεσα στο καλό και στο κακό, στις δυνάμεις του Θεού και του Σατανά και διαβολοποιεί κάθε Χριστιανική Ομάδα έξω από τούς κόλπους της.

Αλλά αυτή η διαρχία δεν δικαιώνεται από την αγία Γραφή. Η άπoψη της ότι η Εκκλησία αποστάτησε, έγινε «πόρνη Βαβυλώνα» και «όργανο του Σατανά», αποδεικνύει πώς η κίνηση των Αντβεντιστών της Εβδόμης Ημέρας αποκόπτει τον εαυτό της από την ενιαία πίστη και τη συνέχεια της Εκκλησίας δια μέσου των αιώνων και επομένως τοποθετείται εκτός της Εκκλησίας του Χριστού, πού είναι ακατάλυτη και εδραίωμα της αληθείας (Ματθ. ιστ' 18, Α' Τιμ. γ' 15.).

Η απαίτηση «θεοπνευστίας» της ανώτατης ιεραρχίας της κίνησης φέρει τούς οπαδούς σε απόλυτη εξάρτηση και τούς αναγκάζει να δεχθούν οποιεσδήποτε «διδαχές», χωρίς καμιά αναφορά σέ ένα σταθερό και αμετακίνητο σημείο, όπως είναι η διδαχή της Εκκλησίας δια μέσου των αιώνων.

Οι συνεχείς αλλαγές στη διδαχή της κίνησης και μάλιστα στις χρονολογίες δεν την οδηγούν απλώς στην τάξη των ψευδοπροφητών (Δευτερ. ιη' 19-22), αλλά και καθιστούν ακατανόητη την έπαρση με την οποία εκφράζεται για την Χριστιανική Εκκλησία.